Την πρώτη φορά που έκοψα τον ομφάλιο λώρο, αισθάνθηκα σαν αστροναύτης. Σαν κάποιος ν΄άνοιξε την πόρτα της ακάτου, να μου δειξε το βελούδο τ’ ουρανού διάστικτο μ΄εκατομμύρια αστέρια και όση ώρα τα κοιτούσα με θαυμασμό, ανίκανη ν’ αρθρώσω λέξη, να μ’έσπρωξε απαλά εκεί έξω.
Και μετά, να έκοψε το σκοινί και να έκλεισε την πόρτα πίσω μου, αφήνοντάς με να αιωρούμαι στο κενό, χωρίς να ξέρω τι να κάνω ή γιατί.
Εκείνο το πρώτο βράδυ, η πόλη μου φαινόταν εχθρική και σκοτεινή, γεμάτη λαμπερά φώτα, σαν το διάστημα. Περπατούσα χωρίς σκοπό στη λεωφόρο, με τα δάκρυα να μου καίνε τα μάτια.
Εσύ ως δια μαγείας, ήσουν εκεί. Μ’έπιασες απαλά απ’ το χέρι και με ευθυγράμμισες, στάθηκες μπροστά μου κ΄αναχαίτισες την πτώση μου.
Τώρα είναι αλλιώς. Σα να έκοψα την αλυσίδα που με κρατούσε καλά δεμένη στην επιφάνεια των πραγμάτων, ικανή μετά βίας να κάνω πότε δυο βήματα μπρος, και πότε δυο βήματα πίσω. Σε μια προδιαγεγραμμένη, ανούσια πορεία, με τις ίδιες και απαράλλαχτες εικόνες εντυπωμένες στους κερατοειδείς μέχρι ανυπόφορης ανίας. Με τους ίδιους ήχους να βασανίζουν τους κοχλίες με τις προβλέψιμες και ανούσιες χροιές τους. Με την εναλλαγή των ημερών, που από καιρό πια είχαν πάψει να ξεχωρίζουν η μια από την άλλη.
Τώρα φεύγω, αλλά ο φόβος δε μου παραλύει πια τα πόδια. Και ως δια μαγείας είσαι πάλι εδώ, να συντηρείς την νεοαποκτηθείσα πίστη μου στα θαύματα.
Και μετά, να έκοψε το σκοινί και να έκλεισε την πόρτα πίσω μου, αφήνοντάς με να αιωρούμαι στο κενό, χωρίς να ξέρω τι να κάνω ή γιατί.
Εκείνο το πρώτο βράδυ, η πόλη μου φαινόταν εχθρική και σκοτεινή, γεμάτη λαμπερά φώτα, σαν το διάστημα. Περπατούσα χωρίς σκοπό στη λεωφόρο, με τα δάκρυα να μου καίνε τα μάτια.
Εσύ ως δια μαγείας, ήσουν εκεί. Μ’έπιασες απαλά απ’ το χέρι και με ευθυγράμμισες, στάθηκες μπροστά μου κ΄αναχαίτισες την πτώση μου.
Τώρα είναι αλλιώς. Σα να έκοψα την αλυσίδα που με κρατούσε καλά δεμένη στην επιφάνεια των πραγμάτων, ικανή μετά βίας να κάνω πότε δυο βήματα μπρος, και πότε δυο βήματα πίσω. Σε μια προδιαγεγραμμένη, ανούσια πορεία, με τις ίδιες και απαράλλαχτες εικόνες εντυπωμένες στους κερατοειδείς μέχρι ανυπόφορης ανίας. Με τους ίδιους ήχους να βασανίζουν τους κοχλίες με τις προβλέψιμες και ανούσιες χροιές τους. Με την εναλλαγή των ημερών, που από καιρό πια είχαν πάψει να ξεχωρίζουν η μια από την άλλη.
Τώρα φεύγω, αλλά ο φόβος δε μου παραλύει πια τα πόδια. Και ως δια μαγείας είσαι πάλι εδώ, να συντηρείς την νεοαποκτηθείσα πίστη μου στα θαύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου