Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Do you? I mean voodoo

Δεδομένων των συγκυριών αυτού του ατυχούς έτους, που τα νοσοκομεία γίνανε το δεύτερο σπίτι μας και οι γιατροί όλων των ειδικοτήτων οι νέοι καλύτεροι φίλοι μας, νομίζω πως είμαι δικαιολογημένη στο να αναρωτιέμαι ποιος πούστης με το κακό μάτι ζήλεψε τα νιάτα μας, την ομορφιά μας, την οικονομική μας ευμάρεια, τα φιδίσια κορμιά μας και την αστείρευτη εξυπνάδα μας. Είπαμε, αλλά η γκαντεμιά έχει και τα όριά της.
Έχοντας αναρρώσει η ίδια και ενόψει της εγχείρισης της φίλης μου, δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι. Ο κολλητός μου, μου πρότεινε να γίνω μια θεοσεβούμενη Χριστιανή και να κάνω ένα ευχέλαιο, μπας και εξευμενίσω τα δαιμόνια που μας ταλανίζουν εδώ και 8 μήνες. Εγώ πάλι, κατεξοχήν ορθολογίστρια μέχρι φέτος, λέω να ξεθάψω το χώμα από όλες τις γλάστρες στη βεράντα μου, μήπως και βρω καμιά κέρινη κούκλα γεμάτη καρφίτσες που μου πίνει σιωπηλά και ύπουλα τα αίμα και επιτέλους χυθεί άπλετο φως στο μυστήριο.

Το δέρμα, αδιαφανές


Το δέρμα σου είναι ένα μυστήριο από μόνο του. Σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω πως υποθάλπεις μια δεύτερη ζωή, αόρατη στο γυμνό μάτι, ακριβώς κάτω απ’ το παραπλανητικό περίβλημα. Πόσο εύκολα μου την έχεις κρύψει, κάτω από μια επίπλαστη ακινησία. Από μια νιρβάνα που από κάτω κόχλαζε, αναδεύονταν και ξανακυλούσε προς τα μέσα, υπομονετικά και αθόρυβα. Και τη νύχτα, έφτασε μια στιγμή. Μια ανάσα-και ένα άγγιγμα.

Αν μπορούσα να σ’ αγαπήσω απ΄ την αρχή, πάλι θα πάλευα σαν την τυφλή για χρόνια, πάλι θα έκλαιγα στην αγκαλιά σου αμέτρητα βράδια και πάλι τα μαλλιά σου θα μύριζαν σαμπουάν ροδάκινο, όπως κάτι νύχτες που η καρδιά μου δεν άντεχε τόσο ευτυχία, Πάλι θα ξάπλωνα σ’ ένα μονό κρεβάτι, με το πρόσωπο θαμμένο στην καμπύλη του λαιμού και θα σε ανάσαινα άπληστα, μέχρι να με νανουρίσεις και να με πάρει ο ύπνος. Πάλι θα σ’ αγαπούσα δίχως σώμα, μόνο με την καρδιά και τα δάχτυλα. Πάλι θα ήσουν στ’ αλήθεια το αγόρι μου και εγώ θα ήμουν στ’ αλήθεια το κορίτσι σου, και ας μην υπήρξαμε ποτέ. Βαθιά, μέχρι το μεδούλι.

Αν μπορούσα να σβήσω, δε θα έσβηνα ούτε ένα κόμμα, μη και τα πράγματα δεν έρθουν όπως ήρθαν. Μη και παρεκκλίνουν. Μη και δεν ερχότανε ποτέ αυτή η νύχτα, η στιγμή, η ανάσα-και το άγγιγμα.

Κάθοδος

Σ’ αυτό το όνειρο με λένε Λευκή, από το tabula rasa. Ταξιδεύω μέσα σ’ ένα ομιχλώδες τοπίο γεμάτο σκιές δέντρων και υποψίες θάλασσας, προς μια πόλη που βαπτίζω ξανά από την αρχή. Άλλωστε, το όνομά της δεν έχει σημασία. Από δω και μπρος θα μείνει στη νεοσυσταθείσα ιστορία μου ως το σημείο αφετηρίας.
Οι σκιές των δέντρων μαστιγώνουν τα παράθυρα και μια ανεξήγητη θλίψη σκύβει μέσα μου, εκεί που ψάχνω τα υπολείμματα της ζωής που αφήνω για να έρθω κοντά σου. Τίποτα.
Μια εικόνα, η εικόνα σου, έρχεται από το πουθενά και σκεπάζει τα πάντα.

Κρατάω αυτή την ασαφή εικόνα σαν φυλαχτό, καθώς βυθίζομαι σε αργή κίνηση και νιώθω το νερό να κλείνει πάνω από το κεφάλι μου. Οι ακτίνες του ήλιου διαθλώνται παντού γύρω μου, είναι σα να επιπλέω σε μια πανάρχαια θάλασσα από ρευστό χρυσάφι και δυνάμεις πέρα από τις δικές μου ορίζουν το σώμα και τη σκέψη μου. Ακούω τον χτύπο της καρδιάς μου, το αίμα που πάλλεται στους κροτάφους, τον μονότονο ήχο της ανάσας μου στον αναπνευστήρα. Το μόνο που ξέρω είναι πως φοβάμαι. Φοβάμαι το αβυσσαλέο κενό που ανοίγεται μπροστά μου, την υγρή απεραντοσύνη που δεν ορίζω, το φως που με εγκαταλείπει σιγά σιγά και το νερό που βάφεται μαύρο. Ανάσα την ανάσα, βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά, μέχρι που το νερό με κλείνει στη σκοτεινή αγκαλιά του. Ανάβω το φακό και για λίγες στιγμές παρατηρώ με δέος τα σωματίδια που αιωρούνται στην αδύναμη δέσμη του φωτός. Μετράω το χρόνο με τις ανάσες μου και βουλιάζω, λες και μια μυστηριακή δύναμη έχει παραλύσει τα μέλη μου, λες και το αίμα βάρυνε στις φλέβες μου και έγινε μολύβι που με τραβά προς τα κάτω.

Με την άκρη του ματιού μου, καταγράφω τη μονολιθική κίνηση του όγκου που αρχίζει να διαγράφεται μέσα στο σκοτάδι. Δεν τον βλέπω ακόμη, αλλά νιώθω έναν πρωτόγονο πανικό να ποτίζει κάθε κύτταρο του σώματός μου. Κουνήσου, προστάζω τον εαυτό μου, αλλά ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει, τα χέρια και τα πόδια μου δεν είναι δικά μου και τον αισθάνομαι να πλησιάζει, κουνήσου σου λέω, κουνήσου ΤΩΡΑ, αλλά ο φόβος με έχει σφίξει σα μέγγενη, τα μάτια μου είναι διάπλατα ανοιχτά και ξεχνάω να τα ανοιγοκλείσω, και ξαφνικά βγαίνει από το σκοτάδι και τον βλέπω, πρώτα τα μοχθηρά, κρύα μάτια καλυμμένα με υπόλευκες μεμβράνες, το μισάνοιχτο στόμα γεμάτο κοφτερά δόντια, το τριγωνικό κεφάλι που σκίζει με διεστραμμένη χάρη το σκοτεινό νερό. Και όμως, καθώς κρατάω ακόμη και την ανάσα μου, προσπαθώντας να επικαλεστώ ξεχασμένες μνήμες από έναν άλλο κόσμο που δεν έχει θέση εδώ, καθώς μαθαίνω στα πόδια μου και στα χέρια μου μια αφύσικη ακινησία για να κερδίσω χρόνο, λίγο χρόνο, συνειδητοποιώ ότι η στιγμή διαθλάται μέσα από μια ανεξήγητη βραδύτητα που δεν είναι αυτού του κόσμου, από μία αισθητική που θυμίζει ταινία προβολής σε αργή κίνηση και καθώς αιωρούμαι σχεδόν ακίνητη πάνω από τον τερατώδη κορμό που φαίνεται να μην έχει αρχή και τέλος, παρατηρώ πρώτα το γκρίζο σώμα, τις βαθιές ουλές και το άρρωστο δέρμα που μαρτυρούν το χρόνο που σύρθηκε αδυσώπητα πάνω του και όλα αυτά τη στιγμή που φαντάζει ατελείωτη καθώς κινείται κάτω από τα πόδια μου, αργά και μονότονα, σε μια προκαθορισμένη πορεία που δεν οδηγεί πουθενά και με γεμίζει με θλίψη, το ραχιαίο πτερύγιο, μετά η ουρά, ο ανεπαίσθητος φλοίσβος που περισσότερο φαντάζομαι παρά νιώθω. Ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει, το φάντασμα με έχει προσπεράσει, και όμως ο πανικός είναι ακόμη εκεί, πιο δυνατός από κάθε άλλη φορά, γιατί εξακολουθώ να μην ξέρω τι είναι αυτό που με τραβά προς τα κάτω και τι θα βρω όταν φτάσω εκεί.
Σπάω το ξόρκι της ακινησία που με έχει αφήσει να αιωρούμαι μέσα στο κενό και βουτάω προς τα κάτω, ξέροντας πως σύντομα μου τελειώνει το οξυγόνο, ο χρόνος, οι δικαιολογίες και οι υπεκφυγές. Απλώνω το χέρι μου μέσα στο σκοτάδι και πιάνω ένα τεράστιο κοχύλι, ένα αραβούργημα κρυμμένο στην άμμο του πυθμένα και το κρατάω γερά, καθώς συνειδητοποιώ πως χωρίς να ξέρω το γιατί, έχει έρθει η ώρα να αναδυθώ.
Την ώρα που σκαρφαλώνω στο κατάστρωμα με τον πολύτιμο θησαυρό μου στο χέρι, αναπνέω την εικόνα σου που με ανακουφίζει περισσότερο και από το άπλετο φως που μου θαμπώνει για λίγο τα μάτια. Ένας μισοξεχασμένος στίχος έρχεται από κάπου βαθιά, από κει που τα συναισθήματα παλεύουν να γίνουν λέξεις και μου φέρνει το χαμόγελο στα χείλη... «να ξυπνήσω και να σε βρω να κάθεσαι στο κρεβάτι, με τα μαύρα σου μαλλιά και το χρυσαφένιο σου δέρμα, και με μία φέτα φωτός κατά μήκος του στήθους σου, σαν ο Θεός να ήταν ο Ρέμπραντ ή ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν...»
Καθώς τα βλέμματά μας διασταυρώνονται, μια υποψία χαμόγελου σχηματίζεται στα χείλη σου, την ώρα που ακουμπώ στα πόδια σου το θησαυρό που έφερα μαζί μου από τα βάθη.

Ανοίγω τα μάτια μου σπασμωδικά, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι, να διώξω από τα βλέφαρά μου τα τελευταία ψήγματα ύπνου. Ψάχνω το σώμα σου κάτω από τα μπερδεμένα παπλώματα, γιατί αισθάνομαι πως αν δε νιώσω το χτύπο της καρδιάς σου, θα με καταπιούν πάλι τα σκοτεινά νερά και ο φόβος. Είμαι τόσο κουρασμένη, που αν με αφήσεις, δε θα βρω τη δύναμη να κουνήσω τα χέρια και τα πόδια μου, δε θα καταφέρω να κρατηθώ στην επιφάνεια. Ψηλαφώ το στέρνο σου και όταν νιώθω τον χτύπο της καρδιάς σου κάτω από τα δάχτυλά μου, ανασαίνω με ανακούφιση. Cursum perficio. Ο χτύπος της με νανουρίζει, σαν ένα μικρό, άπληστο παιδί. Και θέλω πάνω απ’ όλα να χωθώ στα όνειρά σου και να σου το πω για να το ξέρεις. Μυστήρια ρεύματα με έφεραν στην όχθη σου, σαν ένα έκθετο βρέφος μέσα σ’ ένα καλάθι πασαλειμμένο με πίσσα, και το ταξίδι μου ήταν μακρύ και κουραστικό, και τώρα έρχομαι από τα βάθη και είμαι τρομαγμένη από όλα αυτά που άφησα και περισσότερο από αυτά που τώρα βρίσκω, σου φέρνω θησαυρούς στα χείλη μου από τις πιο απομακρυσμένες θάλασσες, χρυσόδετα κοχύλια από τα αρχαία ναυάγια των Ατλάντων και πορφυρά κοράλλια από τη θάλασσα των Σαργάσσων, έρχομαι από τα σκοτάδια κατηφής και ανέστια και φορτωμένη δώρα, ένα τρομαγμένο παιδί που το ξέβρασε το νερό στην όχθη σου και θέλω – πρέπει- να μ’ αγαπήσεις.

Έτσι όπως καθόμαστε στο συνηθισμένο καναπέ ενός συνηθισμένου δωματίου και αγγιζόμαστε, την ώρα που μου χαϊδεύεις τα μαλλιά και εγώ θέλω να φιλήσω όσο τίποτα τις κλειδώσεις των δαχτύλων σου, είναι σα να σκίστηκε το πέπλο που τυλίγει τις νύχτες μου και να χύθηκαν, αθόρυβα και ήσυχα, τα θαύματα που διαφεντεύουν τα όνειρά μου και να πότισαν τις ίνες της πραγματικότητας.

Καθώς κλείνει πίσω μου η βαριά ξυλόγλυπτη πόρτα με έναν ανεπαίσθητο θόρυβο που διόλου δεν ταιριάζει με τον όγκο της, τα μάτια μου προσπαθούν να συνηθίσουν το πυκνό σκοτάδι. Δε βλέπω και δεν ακούω τίποτα, παρά μόνο μακρινά, υπόκωφα φτερουγίσματα και το σύρσιμο του φορέματος που μπερδεύεται στα πόδια μου. Με τα γυμνά μου πέλματα νιώθω τη σκόνη αιώνων που έχει κατακαθίσει στα πέτρινα σκαλιά που ελίσσονται προς το σκοτεινό κενό που ξέρω ότι περιμένει Εκείνη που τη θάλλει το σκοτάδι. Αψηφώντας το τρέμουλο στα γόνατα, ψηλαφώ τον τοίχο και πιο τυφλή απ’ τους τυφλούς, αρχίζω την αργή μου κάθοδο.
Συναντώ εφτά μεγαλόπρεπες πύλες, και οι φρουροί τους μου ζητάνε κάτι σε αντάλλαγμα για να με αφήσουν να περάσω. Μεθοδικά, πρώτα αλαφραίνω τον εαυτό μου από τα μεγαλόπρεπα κοσμήματα, για να αφήσω το βαρύ βελούδο να γλιστρήσει χωρίς ίχνος συστολής μπροστά στο φρουρό της τελευταίας. Καθώς αυτός με πιάνει από το μπράτσο για να με οδηγήσει, σκέφτομαι πόσο αστείο είναι να έχω γυμνωθεί μπροστά σε έναν άγνωστο άντρα χωρίς δεύτερη σκέψη. Το χαμόγελό μου όμως σβήνει, την ώρα που με σπρώχνει στην αίθουσα του θρόνου. Βαριά θυμιάματα πλημμυρίζουν το χώρο, που μοιάζει να πάλλεται κάτω από το φως λιγοστών κεριών. Δεν Τη βλέπω, γιατί όπως Της αρμόζει, ο θρόνος της είναι τυλιγμένος στα σκοτάδια. Αντ’ αυτού, οι θεραπαινίδες της γλιστράνε αθόρυβα στο πλάι μου και πριν καλά καλά το καταλάβω, βρίσκομαι ανάμεσά τους. Είναι εκτυφλωτικά όμορφες, αλλά οι κόγχες των ματιών τους είναι άδειες και τα στόματά τους ραμμένα, το άγγιγμά τους παγωμένο. Ένας αρχέγονος πανικός στροβιλίζεται από το πουθενά και στεγνώνει το σάλιο στο στόμα μου. Εκείνη, σηκώνεται αργά και πριν προλάβει να περάσει μια ανθρώπινη στιγμή, στέκεται μπροστά μου. Τα μάτια Της με συνεπαίρνουν-μαύρα, κατάμαυρα, σκαλισμένα στον έβενο της νύχτας.
Το χαμόγελό Της μου κόβει την ανάσα.
«Άνοιξε τα μάτια σου», μου ψιθυρίζει τρυφερά και πιάνοντας το πρόσωπό μου στα χέρια της, σκύβει για να με φιλήσει στο στόμα.
Το δωμάτιο γεμίζει με ψιθύρους-το κλάμα ενός νεογέννητου, το ανάλαφρο σύρσιμο γυμνών ποδιών στην ανοιξιάτικη χλόη, παιδικά γέλια, οι κραυγές δύο εραστών πριν τον οργασμό, ο επιθανάτιος ρόγχος ενός γέρου που παλεύει ν’ ανασάνει στο νεκρικό κρεβάτι. Το κεφάλι μου αρχίζει να γυρίζει και χάνω την ισορροπία μου και την ίδια στιγμή που απλώνω τα χέρια μου για να πιαστώ από κάπου, το σκοτάδι αποκτά μια έλλογη ύπαρξη και αρχίζει να τυλίγεται γύρω μου αδυσώπητα και απαλά, σαν ένα σάβανο από μαύρο βελούδο και χιλιάδες φωνές μου ψιθυρίζουν μυστικά σε πανάρχαιες γλώσσες που δεν έχω ξανακούσει, νιώθω στο σώμα μου αδηφάγα χέρια και αγγίγματα και χάδια και δεν έχω το χρόνο να σκεφτώ για να τρομάξω, γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή τα μάτια μου γεμίζουν χρυσόσκονη και είναι όλα εκεί, εικόνες που μαστιγώνουν ανελέητα τα μάτια μου, μεγαλόπρεπες εκρήξεις που συντελούνται μέσα στο σώμα και έχουν χρώμα πορφυρό και χρυσό, χαίνουσες φλέβες που ποτίζουν με αιμάτινες σπονδές το διψασμένο χώμα, ένα πελώριο φίδι που δαγκώνει την ουρά του, τα τυφλά μάτια του Οιδίποδα και τα αιματοβαμμένα χέρια της Αγαύης, το αυγό της Σελήνης και το μεγάλο αιδοίο της Ινάννα, τα ροζιασμένα χέρια μια γριάς και το ψοφίμι ενός σκύλου που σαπίζει κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, τα αλληλοσπαραζόμενα σώματα μιας γυμνής γυναίκας και ενός γυμνού άνδρα, ο ρυθμικός χτύπος της καρδιάς ενός αγέννητου βρέφους, και είναι όλα εκεί, και από κάπου μακριά ακούω μια φωνή που στην αρχή δεν είναι παρά ψίθυρος, και ξέρω πως είναι η δική της φωνή αλλά δεν μπορώ να την ακούσω γιατί γύρω της μαίνεται το πανδαιμόνιο των κραυγών και των στεναγμών, ξέρω όμως πως πρέπει να αφουγκραστώ και πρέπει ν’ ακούσω, αλλά η φωνή ξεμακραίνει και δεν είναι παρά ένας αδύναμος ψίθυρος, μια κοροϊδευτική ηχώ χωρίς αντίκρισμα και εγώ σωριάζομαι στα γόνατα και αρχίζω να κλαίω σιωπηλά, μέχρι που αισθάνομαι ν’ αδειάζω και να καθαρίζω, να με χάνω και να με βρίσκω από την αρχή, πιο ελαφριά και από τον αέρα...

Ανοίγω τα μάτια μου μόνη, χαμένη σ’ ένα τεράστιο κρεβάτι με ουρανό, την ώρα που οι πρώτες ακτίνες του ήλιου στριμώχνονται ενοχλητικές μέσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες. Φοράω βιαστικά μια μπλούζα σου που μαζεύω από το σωρό των ρούχων στο πάτωμα και κατεβαίνω με ξυπόλητα πόδια στον κάτω όροφο. Τα παράξενα ταξίδια της νύχτας είναι ακόμη νωπά στα χείλη μου και θέλω να μάθεις, θέλω να σου πω τα πάντα για τα λυτρωτικά μυστήρια που μου αποκαλύπτονται στα όνειρά μου την ώρα που εσύ κοιμάσαι στο πλάι μου με γαληνεμένα βλέφαρα και ήσυχη ανάσα, αντ’ αυτού όμως συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά πόσο αναλφάβητη είμαι στη γλώσσα των αισθημάτων.

Σκαρφαλώνω στον πάγκο της κουζίνας και σε παρακολουθώ την ώρα που ετοιμάζεις καφέ. Μοιάζεις αγχωμένος και οι κινήσεις σου είναι σπασμωδικές, γεμάτες μια δυσοίωνη ένταση που με μπερδεύει. Θέλω να σου πω όλα τα μικρά και τετριμμένα και αυτονόητα μέχρι ν’ αδειάσω και ν’ αλαφρώσω, μικρές ανόητες κουβεντούλες που μοιράζονται δυο άνθρωποι που μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, πόσο πολύ μου αρέσει το αναχρονιστικό σου άρωμα που έχει ποτίσει τα ρούχα και τα σεντόνια σου, ο τρόπος που αποστρέφεις το βλέμμα όταν βρίσκεσαι σε αμηχανία ή πως τα σπασμένα δάχτυλα του χεριού σου πρέπει να φιληθούν μ’ευλάβεια για να γιάνουν, όμως οι λέξεις σκαλώνουν στο λαρύγγι μου και αρνούνται πεισματικά να γλιστρήσουν προς τα έξω.
«Τη στιγμή που θα περάσω από την πόρτα σου, η καρδιά μου θα γίνει χίλια κομμάτια». Ξαφνιάζω ακόμη και τον εαυτό μου με την παρακλητική χροιά της φωνής μου, με το απόλυτο αυτής της δήλωσης.
Εσύ με κοιτάς αμήχανα.
«Είναι αργά. Ντύσου να σε πάω στο σταθμό», μου λες, αποφεύγοντας να με κοιτάξεις στα μάτια. Σ’ ακολουθώ υπάκουα αλλά θέλω να κλάψω, να κουλουριαστώ σε μια γωνία και να κλάψω, μέχρι που το ορμητικό ποτάμι των δακρύων μου να σου κλείσει όλους τους άλλους δρόμους και απαλό σα μέλι, να σε φέρει πίσω σε μένα.
Αλήθεια σου λέω. Τη στιγμή που θα περάσω από την πόρτα σου, η καρδιά μου θα γίνει χίλια κομμάτια.

Σ’ αυτό το όνειρο με λένε Λευκή, από το tabula rasa. Κολλάω το πρόσωπό μου στο δροσερό τζάμι και αφήνω την ανεπαίσθητη κίνηση του τρένου να με νανουρίσει, όσο ο ρυθμός να γίνει η πλημμυρίδα και η άμπωτη και ο μακρινός, καθησυχαστικός ψίθυρος της θάλασσας.

Μια εικόνα, η εικόνα σου, έρχεται από το πουθενά και σκεπάζει τα πάντα.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

Your love alone is not enough


You stole the sun straight from my heart
with no excuses, just fell apart.
No you won't make a mess of me
for you're as blind as a man can be.
I could have seen for miles and miles
I could have made you feel alive
I could have placed us in exile
I could have shown you how to cry

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Alea jacta est

Όταν κάποιος χάσει κάτι εξαιρετικά πολύτιμο, μπροστά του ανοίγονται δύο επιλογές:

1. Nα κινήσει ουρανό και γη για να το ξαναβρεί και να το φέρει πίσω.
2. Να εναποθέσει τις ελπίδες του στις δυνάμεις του σύμπαντος πως κάπου, κάπως, κάποτε θα το ξαναφέρουν μπροστά του.

Διάλεξες τη δεύτερη επιλογή.
Σου εύχομαι καλή τύχη.

Kisses are a far better fate than wisdom

The way toward each other
is through our bodies
words are the longest distance
you can travel
so complex and hazardous
you lose your direction.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2007

Σατανική σύμπτωση 2

Η Θεά των Αρχαίων Αιγυπτίων Ίσιδα με τον Θεό Ώρο (300 π.Χ.)


Η Παναγία η Βρεφοκρατούσα (13ος αιώνας μ. Χ.)

Σατανική σύμπτωση 1


Ο Θεός του Θανάτου των Αρχαίων Αιγυπτίων Άνουβις


Ο "κυνοκέφαλος" Άγιος Χριστόφορος (Βυζαντινή Εικόνα)


Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

More

D’you get scared to feel so much?
To let somebody touch you?
So hot, so cold, so far, so out of control
Hard to come by and harder to hold


There are parts of me that don’t get nervous
Not the parts that shake
You won’t get what you deserve
You are what you take


Some people get by
With a little understanding
Some people get by
With a whole lot more
I don’t know
Why you gotta be so undemanding
One thing I know
I want more


Sisters of Mercy

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2007

Ch-ch-ch-changes

Την πρώτη φορά που έκοψα τον ομφάλιο λώρο, αισθάνθηκα σαν αστροναύτης. Σαν κάποιος ν΄άνοιξε την πόρτα της ακάτου, να μου δειξε το βελούδο τ’ ουρανού διάστικτο μ΄εκατομμύρια αστέρια και όση ώρα τα κοιτούσα με θαυμασμό, ανίκανη ν’ αρθρώσω λέξη, να μ’έσπρωξε απαλά εκεί έξω.
Και μετά, να έκοψε το σκοινί και να έκλεισε την πόρτα πίσω μου, αφήνοντάς με να αιωρούμαι στο κενό, χωρίς να ξέρω τι να κάνω ή γιατί.
Εκείνο το πρώτο βράδυ, η πόλη μου φαινόταν εχθρική και σκοτεινή, γεμάτη λαμπερά φώτα, σαν το διάστημα. Περπατούσα χωρίς σκοπό στη λεωφόρο, με τα δάκρυα να μου καίνε τα μάτια.
Εσύ ως δια μαγείας, ήσουν εκεί. Μ’έπιασες απαλά απ’ το χέρι και με ευθυγράμμισες, στάθηκες μπροστά μου κ΄αναχαίτισες την πτώση μου.
Τώρα είναι αλλιώς. Σα να έκοψα την αλυσίδα που με κρατούσε καλά δεμένη στην επιφάνεια των πραγμάτων, ικανή μετά βίας να κάνω πότε δυο βήματα μπρος, και πότε δυο βήματα πίσω. Σε μια προδιαγεγραμμένη, ανούσια πορεία, με τις ίδιες και απαράλλαχτες εικόνες εντυπωμένες στους κερατοειδείς μέχρι ανυπόφορης ανίας. Με τους ίδιους ήχους να βασανίζουν τους κοχλίες με τις προβλέψιμες και ανούσιες χροιές τους. Με την εναλλαγή των ημερών, που από καιρό πια είχαν πάψει να ξεχωρίζουν η μια από την άλλη.
Τώρα φεύγω, αλλά ο φόβος δε μου παραλύει πια τα πόδια. Και ως δια μαγείας είσαι πάλι εδώ, να συντηρείς την νεοαποκτηθείσα πίστη μου στα θαύματα.

Haiku της Izumi Ishibu

Lying down alone
I am so confused in yearning for you
That I have forgot
The tangles of my long black hair
Desiring the one who stroke it clear

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

State of error

I am here and you are there
apparently one of us has been in the wrong place.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2007

You're so vain


You're so vain, you probably think this story is about you.

Όνειρα

Προσπαθώ να καταπνίξω την οργή μου, που έχει πάρει σχεδόν μυθικές διαστάσεις. Σαν αναβράζον δισκίο, συσσωρεύται κάτω από την επιφάνεια συρίζοντας με απειλητικές διαθέσεις και παλεύει να βγει προς τα έξω, σκίζοντας το δέρμα μου οργισμένα και αναπόφευκτα.
Ονειρεύομαι πολύ τις χθόνιες θεές μητέρες, τις τελευταίες νύχτες δεν μπορώ να τις διώξω από το μυαλό μου. Τις σκέφτομαι νύχτα και μέρα, την Ερζουλί, τη Λίλιθ και πιο πολύ απ’όλες την Ινάννα, την πόρνη με τις εφτά χρυσές ζώνες. Τη φαντάζομαι να κατεβαίνει με περίσσεια αυθάδεια στον κάτω κόσμο και να γυμνώνεται πετώντας ένα ένα τα αραχνοϋφαντα αυτοκρατοτικά ρούχα της. Τη φαντάζομαι να πεθαίνει και να ξαναγεννιέται τρομερή και απαστράπτουσα, με όλα τα μυστικά του σύμπαντος κλεισμένα ανάμεσα στα πόδια της.
Δύσμοιρε θνητέ που θέλησες ν’ αγγίξεις το μυστήριο.

Αυτή τη νύχτα, δε με παίρνει ο ύπνος. Είναι τρεις τα ξημερώματα και είμαι ξαπλωμένη στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, δίπλα από ένα σώμα που δε γνωρίζω. Η οργή μου ξεσκίζει το στήθος. Ακούω τη ρυθμική ανάσα του και σκέφτομαι να σηκωθώ να μαζέψω τα πράγματά μου και να χαθώ μέσα στη νύχτα σαν το κλέφτη. Σκέφτομαι να του αφήσω και ένα δεκαχίλιαρο στο κομοδίνο γιατί ξέρω πως δεν κρατά μετρητά πάνω του και θα χρειαστεί να βάλει βενζίνη. Τον περιμένει μεγάλο ταξίδι. Αιασθάνομαι ταπεινωμένη και θέλω να αισθανθεί και αυτός το ίδιο, ξέρω πόσο πολύ απεχθάνεται τις χειρονομίες αυτού του είδους.
Η θεά με τα φίδια μου ψυθυρίζει στ’ αυτί. Σε μισώ, σκέφτομαι την ώρα που κοιτάζω την πλάτη του. Σε μισώ γιατί δεν ξέρω ποιος είσαι.
Η αγάπη απέχει από το μίσος όσο κρατάει ένα λάθος άγγιγμα. Και ο τρόπος που σε άγγιξα και με άγγιξες χθες το βράδυ, δεν ήταν παρά ένα τραγικό λάθος.
Τρέχουμε με το αυτοκίνητο στην Εθνική οδό, και το κοντέρ γράφει 200 χιλιόμετρα την ώρα. Αισθάνομαι ασύλληπτα μικρή, μια μικροσκοπική κουκίδα πάνω στο κάθισμα, με ένα εκνευριστικό σφίξιμο στο στομάχι. Μιλάμε ελάχιστα. Το μυαλό μου δουλεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πίσω από τη παγωμένη μάσκα που είναι το πρόσωπό μου σχεδιάζω καταχθόνιες σκευωρίες που θα σε πληγώσουν, θα σε κάνουν να πονέσεις, εσένα που αγαπώ περισσότερο απ’ότι θα μάθεις ποτέ, εσένα που είσαι ο εραστής μου, εγώ, η ερωμένη σου.

Τον τελευταίο καιρό βλέπω παράξενα όνειρα. Χτενίζω τα μαλλιά μου μπροστά σε θαμπούς καθρέφτες στεφανωμένους ασημένια φίδια με σμαραγδένια μάτια και ανοιχτά στόματα και αλείφω τους μηρούς μου με αρωματισμένο λάδι. Στα όνειρά μου φοράω χρυσοποίκιλτα βαριά διαδήματα και πορφυρά ρούχα. Σε δωμάτια που φαίνονται να μην έχουν αρχή και τέλος, συναντώ παλιούς φίλους και εραστές και κλαίω μαζί τους. Το κλάμα με ανακουφίζει για λίγο, αλλά ξυπνάω με αιματόχρωμα μάτια και δύσκολη ανάσα.

Ζηλεύω. Ζηλεύω αρρωστημένα και παράφορα. Ζηλεύω κάθε γυναίκα που σε πλησιάζει, κάθε γυναίκα στην οποία απευθύνεις το λόγο. Κάθε γυναίκα που αγγίζεις. Όση ώρα με κοιτάς και μου αναλύεις τη θεωρία σου περί πολυγαμίας, προσπαθώ να μη κάνω θόρυβο με το καλαμάκι μου και κουνάω συγκαταβατικά το κεφάλι. Μου ρχεται να σου το πω όμως. «Αρρωσταίνω. Ζηλεύω οποιαδήποτε γυναίκα σε πλησιάζει. Ζηλεύω τη Μαρίνα. Ζηλεύω τη Νατάσα και την Αρετή. Τη Λυδία. Την Πασκάλ. Ζηλεύω όλες τις γυναίκες που έχουν παρελάσει από το κρεβάτι σου πριν και όλες αυτές που θα παρελάσουν από κει μετά από μένα.» Ζηλεύω και είναι αυτή η ζήλια βασανιστική-τη νύχτα σε ονειρεύομαι σε νερένια τοπία. Παντού έχει πολύ νερό και γω σε ψάχνω και δε σε βρίσκω πουθενά. Απο μακριά, ακούω τους κόκκους μιας κλεψύδρας να κυλάνε. Ποτέ ο χρόνος δεν είναι αρκετός και κάθε φορά είναι σα να φεύγει η ζωή μου όλη όταν σε βλέπω.
Τις νύχτες ντύνομαι για σένα με παράξενα χρώματα. Λούζομαι στα πιο σπάνια αρώματα. Εσύ χάνεσαι. Στην αρχή, κάπου που μπορώ να σε ακολουθήσω. Μετά, τραβάς το χέρι και μου ξεφεύγεις, προτιμάς να συνεχίσεις μόνος σου. Μ’ αφήνεις πίσω λαχανιασμένη και ιδρωμένη, να προσπαθώ να ξαναβρώ την ανάσα μου
.
Όταν κλείνεις τα μάτια, θέλω να σε φιλήσω στα βλέφαρα. Θα’ναι όμως τόσο παιδαριώδες, που διώχνω τη σκέψη πριν καλά καλά σχηματιστεί μέσα στο μυαλό μου.

Η Αμάνι κάθεται σταυροπόδι πάνω στο διπλό κρεβάτι, που έχει ντύσει με συνθετικό ύφασμα σε απομίμηση ζέβρας. Τη βλέπω να παίρνει ηδονικά μια τζούρα από το τσιγάρο της και φοβάμαι να την κοιτάξω στα μάτια. Έρχονται ώρες που τα μάτια της Αμάνι γίνονται πιο σκούρα και από την πιο μαύρη θάλασσα, πιο απειλητικά και από τη σκοτεινή ζούγκλα. Φοβάμαι να την κοιτάξω κατάματα, γιατί φοβάμαι πως τα μάτια της θα με καταπιούν, θα με πνίξουν στο σκοτάδι τους. Απλώνει το χέρι της με τη νωχελικότητα μιας ιέρειας και μια αύρα από εξαϋλωμένο σανταλόξυλο, ο χυμός της Αμάνι, πλανιέται στον αέρα.

«Να προσέχεις τα σταυροδρόμια. Την περίεργη εκείνη ώρα που η νύχτα συναντά τη μέρα και δεν μπορείς να ξέρεις ποιο από τα δύο υπερισχύει. Τις αχνές περιοχές και τα συγκεχυμένα χρώματα. Ότι διαλύεται μέσα σε κάτι άλλο ώσπου να χάσει το σχήμα του και όλα να γίνουν ένα. Μη σκέφτεσαι την ώρα που πέφτει το λυκόφως ή την ώρα που ξημερώνει. Οι σκέψεις σου μπορεί να μπερδευτούν και να χάσουν το δρόμο τους. Δε θα ξέρουν αν είναι σκέψεις της μέρας ή της νύχτας. Να οριοθετείς. Από εδώ ως εδώ. Κράτα τα κομμάτια σου για σένα και μη τα μοιράζεσαι. Όταν έρθει η ώρα να φύγεις, γιατί η ώρα να φύγεις έρχεται πάντα, δε θα ξέρεις ποια κομμάτια ν’ αφήσεις και ποια να πάρεις μαζί σου».

Η Αμάνι σηκώνεται και κροταλίζει τα μακριά, λεπτά της δάχτυλα. Βάζει ξανά τσάι στις κούπες μας και την ακούω ν’ανακατεύει μια στοίβα πεταμένες κασέτες, πριν βάλει μία στο κασετόφωνο. Η τζαζ της Αμάνι πλημμυρίζει το δωμάτιο. Και είναι πάλι μέρα, το απογευματινό φως γλυστράει μέσα από τις γρύλλιες και η Αμάνι χαμογελάει, αποκαλύπτοντας μια σειρά μαργαριταρένια δόντια, ένα συνηθισμένο κορίτσι με φόντο ένα ασυνήθιστο δωμάτιο, χαμογελάει την ώρα που αρχίζει να στρίβει ένα τσιγάρο και τα πολύχρωμα φουστάνια της σταματούν να θροϊζουν.
Πριν φύγω, η Αμάνι με προλαβαίνει στην πόρτα. Σκύβει και μου ψιθυρίζει στ’ αυτί το μαγικό ξόρκι. Αγκαλιαζόμαστε σφιχτά και για ώρες ολόκληρες οι παλάμες μου και το σώμα μου ευωδιάζουν σανταλόξυλο.

Τόση οργή μαζεμένη μέσα μου...Θέλω να χυμήξω πάνω σου και να γεμίσω γρατσουνιές το υπεροπτικό, χαμογελαστό πρόσωπό σου, μέχρι που να γίνει αγνώριστο. Και την ίδια στιγμή, είμαι έξω φρενών με τον εαυτό μου, έξω φρενών μ’ αυτό το οικείο πάθος μου για σένα, με το σώμα μου που με προδίδει και αναζητά το δικό σου.
Τα δάχτυλά μου, σπασμωδικά αγκυλωμένα με νύχια έτοιμα να ξεσκίσουν, χαλαρώνουν. Λύνονται. Οι άκρες τους μαλακώνουν και καλοσωρίζουν τις γραμμές του προσώπου σου.
Εσύ λύνεις το πορφυρό μου φόρεμα και το αφήνεις να γλυστρήσει στο πάτωμα. Γλυστράς τα χέρια σου στα μαλλιά μου και τα ελευθερώνεις από το βαρύ χρυσοποίκιλτο διάδημα. Με τα χείλη σου καθαρίζεις τα χρώματα του πολέμου από τα μάγουλά μου. Ο κόσμος όλος στροβιλίζεται για να γίνει ένα καλειδοσκόπιο αστρικής σκόνης και μυριάδες μικροσκοπικά θραύσματα θαυμάτων εκρήγνυνται πίσω από τα μισόκλειστά μου βλέφαρα.
Νενίκηκάς με.

Απόψε, δε με παίρνει ο ύπνος. Στηριγμένη στον αγκώνα μου, σε παρατηρώ την ώρα που κοιμάσαι, έτσι όπως κάνουν οι ερωτευμένες γυναίκες από καταβολής κόσμου. Ξέρω ότι δεν πιστεύω στη μαγεία, παρά μόνο σ’αυτή που μπορώ ν’ αγγίξω δίπλα μου.Κι όμως, την ώρα που ψιθυρίζω το ξόρκι της Αμάνι στ’ αυτί σου και σου φιλώ ανάλαφρα τα βλέφαρα, ορκίζομαι πως χαμογελάς στον ύπνο σου.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

Baby, did you forget to take your meds?

Το ξέρεις πως δεν θα έπρεπε, αλήθεια. Αν δεν με σταματήσω εγώ, κανείς δεν θα το κάνει. Και τον τελευταίο καιρό είμαι τόσο καλή στο να θέτω όρια. Εκνευριστικά, τρομαγμένα όρια. Προσέχω τι καπνίζω και τι πίνω. Τι τρώω. Παίρνω τα χάπια μου. Τα συμπληρώματά μου. Τις σπιρουλίνες και όλα τα σκατά που με κρατάνε όρθια.

Εναλλακτικά, σε φιλώ στα χείλη.

Γλιστρώ στις επιφάνειες των θυμών και δεν αισθάνομαι. Χωρίς αγκυλώσεις, χωρίς γωνίες. Οι σκέψεις μου ρέουν, ενίοτε καταρρέουν. Σηκώνω το κεφάλι σαν το φίδι, αναιδής. Είναι πρωί και ξύπνησα στο πλάι σου. Αχ αγόρι μου και να ξερες που ήμουν και πως γύρισα μισή.



Ακροπατούσα γύρω σου μη σε ξυπνήσω και τι κρίμα. Έπαψα ν' ακροβατώ, όταν το δέρμα σε θυμήθηκε ακαριαία.


Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

Σ' έχω τόσο ονειρευτεί

Σ’έχω τόσο ονειρευτεί που πια δεν είσαι αληθινός. Προφταίνω άραγε ν’ αγγίξω αυτό το σώμα που πάλλεται, να φιλήσω πάνω σ’ αυτό το στόμα μια αγαπημένη φωνή που γεννιέται;…
…Σ’έχω τόσο ονειρευτεί, έχω τόσο μιλήσει με το φάντασμά σου, ώστε το μόνο που μου απομένει είναι να είμαι ένα φάντασμα μέσα στα φαντάσματα, πιο σκιά και από τον ίσκιο που περπατά – και θα συνεχίσει να βαδίζει χαρούμενα- πάνω στο ηλιακό ρολόι της ζωής σου.


Ρομπέρ Ντεσνός