Προσπαθώ να καταπνίξω την οργή μου, που έχει πάρει σχεδόν μυθικές διαστάσεις. Σαν αναβράζον δισκίο, συσσωρεύται κάτω από την επιφάνεια συρίζοντας με απειλητικές διαθέσεις και παλεύει να βγει προς τα έξω, σκίζοντας το δέρμα μου οργισμένα και αναπόφευκτα.
Ονειρεύομαι πολύ τις χθόνιες θεές μητέρες, τις τελευταίες νύχτες δεν μπορώ να τις διώξω από το μυαλό μου. Τις σκέφτομαι νύχτα και μέρα, την Ερζουλί, τη Λίλιθ και πιο πολύ απ’όλες την Ινάννα, την πόρνη με τις εφτά χρυσές ζώνες. Τη φαντάζομαι να κατεβαίνει με περίσσεια αυθάδεια στον κάτω κόσμο και να γυμνώνεται πετώντας ένα ένα τα αραχνοϋφαντα αυτοκρατοτικά ρούχα της. Τη φαντάζομαι να πεθαίνει και να ξαναγεννιέται τρομερή και απαστράπτουσα, με όλα τα μυστικά του σύμπαντος κλεισμένα ανάμεσα στα πόδια της.
Δύσμοιρε θνητέ που θέλησες ν’ αγγίξεις το μυστήριο.
Αυτή τη νύχτα, δε με παίρνει ο ύπνος. Είναι τρεις τα ξημερώματα και είμαι ξαπλωμένη στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, δίπλα από ένα σώμα που δε γνωρίζω. Η οργή μου ξεσκίζει το στήθος. Ακούω τη ρυθμική ανάσα του και σκέφτομαι να σηκωθώ να μαζέψω τα πράγματά μου και να χαθώ μέσα στη νύχτα σαν το κλέφτη. Σκέφτομαι να του αφήσω και ένα δεκαχίλιαρο στο κομοδίνο γιατί ξέρω πως δεν κρατά μετρητά πάνω του και θα χρειαστεί να βάλει βενζίνη. Τον περιμένει μεγάλο ταξίδι. Αιασθάνομαι ταπεινωμένη και θέλω να αισθανθεί και αυτός το ίδιο, ξέρω πόσο πολύ απεχθάνεται τις χειρονομίες αυτού του είδους.
Η θεά με τα φίδια μου ψυθυρίζει στ’ αυτί. Σε μισώ, σκέφτομαι την ώρα που κοιτάζω την πλάτη του. Σε μισώ γιατί δεν ξέρω ποιος είσαι.
Η αγάπη απέχει από το μίσος όσο κρατάει ένα λάθος άγγιγμα. Και ο τρόπος που σε άγγιξα και με άγγιξες χθες το βράδυ, δεν ήταν παρά ένα τραγικό λάθος.
Τρέχουμε με το αυτοκίνητο στην Εθνική οδό, και το κοντέρ γράφει 200 χιλιόμετρα την ώρα. Αισθάνομαι ασύλληπτα μικρή, μια μικροσκοπική κουκίδα πάνω στο κάθισμα, με ένα εκνευριστικό σφίξιμο στο στομάχι. Μιλάμε ελάχιστα. Το μυαλό μου δουλεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πίσω από τη παγωμένη μάσκα που είναι το πρόσωπό μου σχεδιάζω καταχθόνιες σκευωρίες που θα σε πληγώσουν, θα σε κάνουν να πονέσεις, εσένα που αγαπώ περισσότερο απ’ότι θα μάθεις ποτέ, εσένα που είσαι ο εραστής μου, εγώ, η ερωμένη σου.
Τον τελευταίο καιρό βλέπω παράξενα όνειρα. Χτενίζω τα μαλλιά μου μπροστά σε θαμπούς καθρέφτες στεφανωμένους ασημένια φίδια με σμαραγδένια μάτια και ανοιχτά στόματα και αλείφω τους μηρούς μου με αρωματισμένο λάδι. Στα όνειρά μου φοράω χρυσοποίκιλτα βαριά διαδήματα και πορφυρά ρούχα. Σε δωμάτια που φαίνονται να μην έχουν αρχή και τέλος, συναντώ παλιούς φίλους και εραστές και κλαίω μαζί τους. Το κλάμα με ανακουφίζει για λίγο, αλλά ξυπνάω με αιματόχρωμα μάτια και δύσκολη ανάσα.
Ζηλεύω. Ζηλεύω αρρωστημένα και παράφορα. Ζηλεύω κάθε γυναίκα που σε πλησιάζει, κάθε γυναίκα στην οποία απευθύνεις το λόγο. Κάθε γυναίκα που αγγίζεις. Όση ώρα με κοιτάς και μου αναλύεις τη θεωρία σου περί πολυγαμίας, προσπαθώ να μη κάνω θόρυβο με το καλαμάκι μου και κουνάω συγκαταβατικά το κεφάλι. Μου ρχεται να σου το πω όμως. «Αρρωσταίνω. Ζηλεύω οποιαδήποτε γυναίκα σε πλησιάζει. Ζηλεύω τη Μαρίνα. Ζηλεύω τη Νατάσα και την Αρετή. Τη Λυδία. Την Πασκάλ. Ζηλεύω όλες τις γυναίκες που έχουν παρελάσει από το κρεβάτι σου πριν και όλες αυτές που θα παρελάσουν από κει μετά από μένα.» Ζηλεύω και είναι αυτή η ζήλια βασανιστική-τη νύχτα σε ονειρεύομαι σε νερένια τοπία. Παντού έχει πολύ νερό και γω σε ψάχνω και δε σε βρίσκω πουθενά. Απο μακριά, ακούω τους κόκκους μιας κλεψύδρας να κυλάνε. Ποτέ ο χρόνος δεν είναι αρκετός και κάθε φορά είναι σα να φεύγει η ζωή μου όλη όταν σε βλέπω.
Τις νύχτες ντύνομαι για σένα με παράξενα χρώματα. Λούζομαι στα πιο σπάνια αρώματα. Εσύ χάνεσαι. Στην αρχή, κάπου που μπορώ να σε ακολουθήσω. Μετά, τραβάς το χέρι και μου ξεφεύγεις, προτιμάς να συνεχίσεις μόνος σου. Μ’ αφήνεις πίσω λαχανιασμένη και ιδρωμένη, να προσπαθώ να ξαναβρώ την ανάσα μου.
Όταν κλείνεις τα μάτια, θέλω να σε φιλήσω στα βλέφαρα. Θα’ναι όμως τόσο παιδαριώδες, που διώχνω τη σκέψη πριν καλά καλά σχηματιστεί μέσα στο μυαλό μου.
Η Αμάνι κάθεται σταυροπόδι πάνω στο διπλό κρεβάτι, που έχει ντύσει με συνθετικό ύφασμα σε απομίμηση ζέβρας. Τη βλέπω να παίρνει ηδονικά μια τζούρα από το τσιγάρο της και φοβάμαι να την κοιτάξω στα μάτια. Έρχονται ώρες που τα μάτια της Αμάνι γίνονται πιο σκούρα και από την πιο μαύρη θάλασσα, πιο απειλητικά και από τη σκοτεινή ζούγκλα. Φοβάμαι να την κοιτάξω κατάματα, γιατί φοβάμαι πως τα μάτια της θα με καταπιούν, θα με πνίξουν στο σκοτάδι τους. Απλώνει το χέρι της με τη νωχελικότητα μιας ιέρειας και μια αύρα από εξαϋλωμένο σανταλόξυλο, ο χυμός της Αμάνι, πλανιέται στον αέρα.
«Να προσέχεις τα σταυροδρόμια. Την περίεργη εκείνη ώρα που η νύχτα συναντά τη μέρα και δεν μπορείς να ξέρεις ποιο από τα δύο υπερισχύει. Τις αχνές περιοχές και τα συγκεχυμένα χρώματα. Ότι διαλύεται μέσα σε κάτι άλλο ώσπου να χάσει το σχήμα του και όλα να γίνουν ένα. Μη σκέφτεσαι την ώρα που πέφτει το λυκόφως ή την ώρα που ξημερώνει. Οι σκέψεις σου μπορεί να μπερδευτούν και να χάσουν το δρόμο τους. Δε θα ξέρουν αν είναι σκέψεις της μέρας ή της νύχτας. Να οριοθετείς. Από εδώ ως εδώ. Κράτα τα κομμάτια σου για σένα και μη τα μοιράζεσαι. Όταν έρθει η ώρα να φύγεις, γιατί η ώρα να φύγεις έρχεται πάντα, δε θα ξέρεις ποια κομμάτια ν’ αφήσεις και ποια να πάρεις μαζί σου».
Η Αμάνι σηκώνεται και κροταλίζει τα μακριά, λεπτά της δάχτυλα. Βάζει ξανά τσάι στις κούπες μας και την ακούω ν’ανακατεύει μια στοίβα πεταμένες κασέτες, πριν βάλει μία στο κασετόφωνο. Η τζαζ της Αμάνι πλημμυρίζει το δωμάτιο. Και είναι πάλι μέρα, το απογευματινό φως γλυστράει μέσα από τις γρύλλιες και η Αμάνι χαμογελάει, αποκαλύπτοντας μια σειρά μαργαριταρένια δόντια, ένα συνηθισμένο κορίτσι με φόντο ένα ασυνήθιστο δωμάτιο, χαμογελάει την ώρα που αρχίζει να στρίβει ένα τσιγάρο και τα πολύχρωμα φουστάνια της σταματούν να θροϊζουν.
Πριν φύγω, η Αμάνι με προλαβαίνει στην πόρτα. Σκύβει και μου ψιθυρίζει στ’ αυτί το μαγικό ξόρκι. Αγκαλιαζόμαστε σφιχτά και για ώρες ολόκληρες οι παλάμες μου και το σώμα μου ευωδιάζουν σανταλόξυλο.
Τόση οργή μαζεμένη μέσα μου...Θέλω να χυμήξω πάνω σου και να γεμίσω γρατσουνιές το υπεροπτικό, χαμογελαστό πρόσωπό σου, μέχρι που να γίνει αγνώριστο. Και την ίδια στιγμή, είμαι έξω φρενών με τον εαυτό μου, έξω φρενών μ’ αυτό το οικείο πάθος μου για σένα, με το σώμα μου που με προδίδει και αναζητά το δικό σου.
Τα δάχτυλά μου, σπασμωδικά αγκυλωμένα με νύχια έτοιμα να ξεσκίσουν, χαλαρώνουν. Λύνονται. Οι άκρες τους μαλακώνουν και καλοσωρίζουν τις γραμμές του προσώπου σου.
Εσύ λύνεις το πορφυρό μου φόρεμα και το αφήνεις να γλυστρήσει στο πάτωμα. Γλυστράς τα χέρια σου στα μαλλιά μου και τα ελευθερώνεις από το βαρύ χρυσοποίκιλτο διάδημα. Με τα χείλη σου καθαρίζεις τα χρώματα του πολέμου από τα μάγουλά μου. Ο κόσμος όλος στροβιλίζεται για να γίνει ένα καλειδοσκόπιο αστρικής σκόνης και μυριάδες μικροσκοπικά θραύσματα θαυμάτων εκρήγνυνται πίσω από τα μισόκλειστά μου βλέφαρα.
Νενίκηκάς με.
Απόψε, δε με παίρνει ο ύπνος. Στηριγμένη στον αγκώνα μου, σε παρατηρώ την ώρα που κοιμάσαι, έτσι όπως κάνουν οι ερωτευμένες γυναίκες από καταβολής κόσμου. Ξέρω ότι δεν πιστεύω στη μαγεία, παρά μόνο σ’αυτή που μπορώ ν’ αγγίξω δίπλα μου.Κι όμως, την ώρα που ψιθυρίζω το ξόρκι της Αμάνι στ’ αυτί σου και σου φιλώ ανάλαφρα τα βλέφαρα, ορκίζομαι πως χαμογελάς στον ύπνο σου.