Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007

Cruise me


I'm deranged
Deranged my love
I'm deranged down down down
So cruise me babe cruise me baby
And the rain sets in
It's the angel man
I'm deranged

The impossible set in motion


Σημείωση:
Να μάθω να ζυγίζω τις λέξεις. Τα νοήματα, χωρίς κοινοτυπίες. Το «πολύ» να παύει να ‘ναι σχήμα λόγου. «Θα το ‘θελα πολύ». Ε λοιπόν γλυκιά μου, φέρσου ανάλογα.

Πρέπει να έφταιγε το κρασί, τουλάχιστον για τις μισές κουβέντες. Για το αφελές μου θάρρος, έτσι για αλλαγή. Κλείνοντας την πόρτα του ταξί, βάλθηκα να χαζεύω τη βροχή, έτσι ακριβώς όπως μ’ αρέσει. Απ’ το κασετόφωνο και κάπου πολύ μακριά, στροβιλίστηκε μια λατρεμένη μελωδία:

How I wish, how I wish you were here
We’re just two lost souls swimming in a fish bowl, year after year
Running over the same old ground
What have you found? The same old fears
Wish you were here.

Το μικρό, χαριτωμένο σκηνικό μιας στιγμιαίας, αλλά τόσο, τόσο γλυκιάς παραίσθησης.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

To συνέδριο

Καθισμένη στο κρεβάτι, ακούμπησε τα γυμνά της πέλματα στην τραχιά μοκέτα. Ο καθρέφτης της αντιγύρισε μια απογοητευτική εικόνα του εαυτού της, ανάκατα μαλλιά και κατακόκκινα μάτια πασαλειμμένα με υπολείμματα μαύρης μάσκαρας. Ο άντρας που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μουρμούρισε κάτι στον ύπνο του. Κρατώντας την ανάσα της για να μη τον ξυπνήσει, σηκώθηκε αθόρυβα και άρχισε να μαζεύει τα ρούχα της από το πάτωμα, πρώτα τη μαύρη φούστα, το εσώρουχο, το καλτσόν που είχε γίνει ένα κουβάρι. Ετοιμάστηκε γρήγορα και εξίσου αθόρυβα στο μπάνιο και γλίστρησε έξω απ’ το δωμάτιο.

Στο φουαγιέ τη χτύπησε η μυρωδιά του φρέσκου καφέ. Μπήκε στον πειρασμό, αλλά δεν ήθελα να διακινδυνεύσει να τον δει, δεν θα άντεχε άλλη μια πληκτική, αμήχανη συζήτηση. Κρύφτηκε βολικά πίσω από τα γυαλιά της και χώθηκε σε ένα μικροσκοπικό, σκοτεινό καφέ πενήντα μέτρα από το ξενοδοχείο.

Της είχε τραβήξει αμυδρά το ενδιαφέρον, όση ώρα έπαιζε βαριεστημένα με το μεταφραστικό γκατζετάκι, αλλάζοντας τη γλώσσα από Ελληνικά σε Ισπανικά και αντίστροφα. Το εξαιρετικά βαρετό στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο έδρανο μιλούσε για τις αγροτικές επιδοτήσεις και έστελνε ρίγη βαρεμάρας στους ακροατές. Όση ώρα ζωγράφιζε λουλουδάκια στο κυριλέ σημειωματάριο που τους είχαν μοιράσει, σκεφτόταν πως θα μπορούσε να πεθάνει από ανία. Τότε πρόσεξε πως την κοιτούσε. Του επέστρεψε το βλέμμα, σχεδόν με αναίδεια. Τον έπιασε να κοιτάει τα πόδια της. Έκανε το ίδιο, και της ήρθε να βάλει τα γέλια. Από τα ακριβά δερμάτινα παπούτσια του προεξείχαν οι χαρακτηριστικές καρώ κάλτσες της Burberry.

Αργότερα, στη δεξίωση, κάθισε δίπλα της στο μπαρ. Στο πρώτο ποτό, της μίλησε για την δουλειά του, υψηλόμισθο στέλεχος σε μία συμβουλευτική εταιρία. Στο δεύτερο, της είπε πόσο όμορφη ήταν, πως είχε κάτι το ιδιαίτερο που τον έκανε να μη μπορεί να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Στο τρίτο άναψε ένα βρωμερό πούρο και της γκρίνιαξε για τη γυναίκα του, που τον τελευταίο καιρό του έκανε το βίο αβίωτο. Στο τέταρτο της φάνηκαν όλα τόσο αστεία και προβλέψιμα, που τον ρώτησε αν είναι από αυτούς που περιμένουν ένα συνέδριο για να γαμήσουν. Στο διάδρομο, τη στρίμωξε στον τοίχο και έχωσε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της. Κατέληξαν στο δωμάτιό του και όση ώρα εκείνος αγκομαχούσε από πάνω της, εκείνη κοιτούσε το ταβάνι και προσπαθούσε να μη γελάσει, γιατί αν και είχε γδυθεί, φορούσε ακόμη τις κάλτσες Burberry.
Όση ώρα έπινε τον καφέ της κρυμμένη πίσω από τα μαύρα γυαλιά της, σκεφτόταν πως ήθελε όσο τίποτα να ξεπλύνει τη μυρωδιά του από πάνω της. Κοίταξε το ρολόι της. Δεν προλάβαινε. Έπρεπε να φύγει για το αεροδρόμιο, γιατί σε λίγο πετούσε και δε γινόταν να χάσει τη πτήση, γιατί έπρεπε να βρίσκεται στην ώρα της στο συνέδριο.

Το πνεύμα των Χριστουγέννων







Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

More or less


Happiness
More or less
It's just a change in me
Something in my liberty
Oh, my, my
Happiness
Coming and going
I watch you look at me
Watch my fever growing
I know just where I am
But how many corners do I have to turn?
How many times do I have to learn
All the love I have is in my mind?

What does it matter, that's all I have to say

Θα ΄θελα να ΄ξερα τι είναι αυτό που με ροκανίζει ακόμη και τώρα. Ο λόγος που τα λόγια είναι τόσο δύσκολα και γελοία, γιατί σκαλώνουν στο λαρύγγι και αρνούνται πεισματικά να βγούνε προς τα έξω.
Θέλησα κάποτε να λύσω αυτά που σε κρατάνε δεμένο. Κάντο μόνος σου, για όνομα. Βρες τον τρόπο και ας μην είμαι εκεί. Άσε με εδώ, να μη σε χρειάζομαι όπως δε με χρειάστηκες. Πες μου τα πάντα, αλλιώς μη μου λες τίποτα. Αλλιώς μη μπεις καν στον κόπο.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

Σου τα λέω, δεν ακούς;

Βαρέθηκα ν’ απολογούμαι για τα αυτονόητα. Να σέρνω τις ενοχές σα δεύτερο ρούχο.
Δεν είμαι και ούτε θέλω πια να γίνω η μάνα κανενός. Δεν θέλω να σε σώσω, να δώσω νόημα στη ζωή σου, θέλω να σώσω το τομάρι μου. Και ούτε θέλω να το κάνεις εσύ για μένα γιατί δε μετράει. Άσε που δε μπορείς. Το σκατό του ο καθένας το τρώει μόνος του. Είτε μας αρέσει, είτε όχι.

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Εν ψυχρώ


O ταχυδρόμος πέθανε.
Τον σκότωσε ο Bill Gates.

Bright lights, big city

Θα ήθελα να σε ενημερώσω ότι μπορείς να είσαι περήφανος για μένα, γιατί χθες τη νύχτα διέσχισα τη μισή πόλη με τα πόδια και έτσι ξανακέρδισα τη χαμένη μου αναίδεια.

Τι με κάνει ευτυχισμένη


Make it easy,
make this easy
It’s not as heavy as it seems
Wrapped in metal, wrapped in ivy
Painted in mint ice cream

We could be bouncing off the top of this cloud
(I'll put on my silver)
Bouncing off the top of this cloud

You say you’re waiting on Fate
but I think Fate is now,
I think Fate is now waiting on us

Make it easy, easy, easy
We could make this easy,
easy love easy,
We could make this easy,
make this easy
It’s not as heavy as it seems…

Lilith's Dance


I am proud

I have taken the cloth
from my mirror
of mourning

for your birthday
(if gods have birthdays)
I shall give you a mirror

Michelene Wandor

Here comes the rain again


Ξανά. Ακουμπούσε με ανοιχτές παλάμες το ιδρωμένο τζάμι και χασκογελούσε με την προβλεψιμότητα, τα δέντρα που ταράζονταν βίαια κάτω απ’ τον σκοτεινό ουρανό, τη βροχή που μαστίγωνε αλύπητα το τζάμι. Ξανά και ξανά, χαμογελούσε γιατί είχε ξεχάσει. Όλα ήταν τόσο φυσικά και απαραίτητα, το ψιλόβροχο, η καταιγίδα, το κινέζικο σε πλαστικά κουτιά delivery, η αίσθηση των χεριών του, η αχνιστή κούπα Earl Grey που ζέσταινε τα χέρια της.

Την προηγούμενη μέρα την είχε προλάβει η βροχή καθώς ανέβαινε τη High Street. Με τα χέρια στις τσέπες χώθηκε βιαστικά στην πρώτη pub που βρήκε μπροστά της και παρήγγειλε έναν ζεστό καφέ. Όπως πάντα, είχε την ίδια απαράδεκτη, λατρεμένη γεύση. Απολαμβάνοντας τη μουντάδα, βάλθηκε να χαζεύει τον κόσμο, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Λίγο πριν κλείσουν τα καταστήματα, πρόλαβε και αγόρασε εκείνο το κασκόλ που του άρεσε τόσο πολύ, γαλάζιο και καφέ, που θα πήγαινε με το καινούργιο του σακάκι. Το τακτοποίησε προσεκτικά σε ένα μπλε μεταλιζέ κουτί δώρου. Χαμογέλασε ξανά γιατί ήξερε πως θα τη θυμόταν κάθε φορά που θα το φορούσε.


Ξανά. Μετά το super market, έτρεξε ως το διαμέρισμα στο ψιλόβροχο με τις σακούλες στα χέρια και άναψε βιαστικά τη σόμπα. Όταν ήρθε, την αγκάλιασε τρυφερά και τη φίλησε πεταχτά στο στόμα. Όση ώρα έκανε μπάνιο, του έφτιαξε έναν καφέ. Μετά, κούρνιασε στην αγκαλιά του στον καναπέ και όση ώρα έβλεπαν τηλεόραση και του χάιδευε τα μαλλιά, αναλογιζόταν την απλή μεγαλοφυία της ευτυχίας.

Hard Weather

This morning it was summer
By noon a cold front building
Where did you go?

I got to find some shelter
'Cos any minute now
it's gonna blow

But I don't mind the rain
So strike me once again:
I've got nothing to lose

And it looks like we are in for stormy weather
with death and destruction coming through
Oh, look out there she blows
Now everybody knows:
Stormy weather always makes me think of you

And watch out 'cos the storm is coming through

Jarvis Cocker

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

The day it rained forever


Ανοίγοντας την πόρτα, το αγόρι έφερε μαζί του τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και της βροχής. Πίσω από τον ώμο του είδε το σαραβαλιασμένο του ποδήλατο και αισθάνθηκε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Δε χόρταινε να τον βλέπει στο κατώφλι της με φόντο το σκοτάδι, τα μαύρα μαλλιά του που δε χόρταινε να αγγίζει ήταν μούσκεμα, τα χέρια του ήταν πάγος. Τον τράβηξε απαλά μέσα, σαστισμένη όπως πάντα. Τη φίλησε πεταχτά και κείνη τρόμαξε.

Καθόταν σταυροπόδι στο διπλό της κρεβάτι και της έλεγε πράγματα που δεν ήθελε να ακούσει. Του έφερε μια πετσέτα, αμήχανη, για να σκουπίσει τα μαλλιά του. Έβλεπε τον εαυτό της από κάπου ψηλά, έβλεπε το αγόρι και το κορίτσι να κάθονται σταυροπόδι στο μεγάλο κρεβάτι, το αγόρι να εξηγεί και το κορίτσι να προσπαθεί να μη βάλει τα κλάματα. Σ’ αγαπώ του είπε. Πες το μου ξανά, την πρόσταξε. Ξανά. Άλλη μια φορά. Ξανά. Το κορίτσι έβαλε τα κλάματα, έκλαιγε ήσυχα όση ώρα την κρατούσε στην αγκαλιά του και της εξηγούσε γιατί έπρεπε να χωρίσουν. Δεν έχω να σου δώσω κάτι, είπε. Άνοιξε τα μάτια σου, και οι δύο πρέπει να ανοίξουμε τα μάτια μας. Αυτό πρέπει να κάνουμε-μια ανάπαυλα. Τη φίλησε τρυφερά στο στόμα και κείνη θέλησε και πίστεψε πως τίποτα από όλα αυτά δεν είχε συμβεί, πως δεν το εννοούσε, πως θα έμενε μαζί της τη νύχτα, πως θα την αγκάλιαζε σφιχτά και θα άκουγαν μαζί το χτύπημα της βροχής στο τζάμι, κουλουριασμένοι κάτω από το πάπλωμά της.

Της έβγαλε τα ρούχα με αργές κινήσεις και έτσι γυμνή, την κράτησε για λίγο στην αγκαλιά του. Μετά πήρε ξανά τα ρούχα της και την έντυσε, όπως θα έντυνε μια άψυχη μαριονέτα, προσεκτικά, της φόρεσε το παντελόνι, της πέρασε τα χέρια μέσα από τα μανίκια. Τον κοιτούσε σαστισμένη, ταπεινωμένη, ανακουφισμένη. Έτρεξε να τον προλάβει στην πόρτα και τον φίλησε άγρια για να ξυπνήσει τον πόθο του, να τον κάνει να αλλάξει γνώμη και να τον κρατήσει.

Όπως ανέβαινε τις σκάλες, πρόσεξε για πρώτη φορά το τραγούδι που είχε κολλήσει στο loop του cd player:

you sure you want to be with me
i've got nothing to give
won't lie and say this lovin's best
will leave us in emotional peace
take a walk, taste the rest
no, take a rest
Για χρόνια μετά, κάθε φορά που θα άκουγε αυτό το τραγούδι, τα μάτια της θα γέμιζαν με δάκρυα.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2007

Φόβος

O φόβος είναι ύπουλος σύμβουλος. Σε γραπώνει γερά στα νύχια του και ακόμη και όταν εκλείψει η αιτία που τον προκαλεί, απομένεις να φοβάσαι τον ίδιο τον φόβο.
Στην αρχή, με έπιανε τρόμος στη σκέψη πως πρέπει να διασχίσω το δρόμο μπροστά στο σπίτι μου και να περάσω στο περίπτερο απέναντι. Τα πόδια μου άρχιζαν να τρέμουν ήδη την ώρα που κατέβαινα τις σκάλες, η καρδιά μου απειλούσε να σπάσει στο στήθος μου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γύρισα πίσω. Τις στιγμές που κατάφερνα να περάσω την εξώπορτα, έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορώ να κάνω είκοσι βήματα. Ότι εξακολουθώ να είμαι ικανή να βάλω το ένα πόδι μετά το άλλο.
Μετά, ήρθε η υπερφίαλη εκστρατεία στο super market της γειτονιάς μου. Βιώνοντας συναισθήματα που μπορώ να παρομοιώσω μόνο με το πρώτο βήμα του Armstrong στο φεγγάρι, δέχτηκα μια αδυσώπητη οπτική επίθεση από τα χρώματα και τα σχήματα στα ράφια. Κατέβαλλα υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πείσω τον εαυτό μου πως θα ήταν εξαιρετικά άκομψο να φρικάρω στο διάδρομο με τα δημητριακά και τις φρυγανιές, και έτσι κατατροπωμένη σύρθηκα πάλι πίσω στο κρεβάτι μου. Κάθε Βατερλώ αυτού του είδους με έκλεινε στο σπίτι, αρνούμενη κατηγορηματικά να ξαναδοκιμάσω, για να μη ζήσω πάλι την ταπείνωση της αποτυχίας.
Στο τέλος, ήρθαν οι εξορμήσεις με συνοδεία. Κόσμος με πηγαινοέφερνε από τον έναν προορισμό στον άλλο, με υπομονή και επιμονή. Όπως άλλοι έχουν προσωπικούς σοφέρ, εγώ είχα προσωπικούς περπατητές. Στην ιδέα να περπατήσω μόνη για πέντε ολόκληρα λεπτά, με έπιανε τυφλός, αδυσώπητος τρόμος. Την πρώτη φορά που το δοκίμασα μετά από μήνες, προσπάθησα να γεμίσω το κεφάλι μου με το μονότονο μάντρα «…είσαι καλά, είσαι καλά, είσαι καλά…», για να μην επιτρέψω στο μυαλό μου να κυριαρχηθεί από τον τρόμο. Κάθε βήμα και επανάληψη. Και όλη την ώρα, έσφιγγα στο χέρι μου το κινητό. Μήπως και χρειαστεί.


Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έβαζα σημάδια στους διαδρόμους του νοσοκομείου και πρόσταζα τον εαυτό μου να καταφέρει να περπατήσει μέχρι την επόμενη γωνία. Την επόμενη αφίσα. Το επόμενο παράθυρο. Στα μέσα της διαδρομής με πρόδιδαν τα γόνατα-σερνόμουν πάλι πίσω στο κρεβάτι μου, ηττημένη, τρομοκρατημένη, απελπισμένη.
Είναι σα να έχουν περάσει αιώνες από τότε. Μια στις τόσες όμως, χωρίς καμία απολύτως προειδοποίηση, ο ίδιος φόβος έρχεται από κάπου βαθειά και με παραλύει. Σα να διαθλώνται για λίγο όλα μέσα από το ίδιο θολό πέπλο, σα να γίνονται τα πόδια μου από λάστιχο και μια μυστηριακή δύναμη να με τραβάει προς τα κάτω. Συνήθως συμβαίνει στη μέση του δρόμου και γι’ αυτό πανικοβάλλομαι. Με παγώνει ο ίδιος, αδυσώπητος πανικός. Καμιά φορά, το να υπάρχεις απαιτεί τόση προσπάθεια. Τουλάχιστον, δε μιλάω πια στον εαυτό μου για να τον καθησυχάσω και έχω καταφέρει να μπορώ να περπατάω χωρίς να το σκέφτομαι.
Φαντάζομαι πως τη μέρα που θα πάψω να σφίγγω σπασμωδικά το κινητό μου στην τσέπη του μπουφάν, θα πω πως έχουν περάσει όλα.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007

Parole, parole, parole

Τα νοήματα γλυστράνε στις παρυφές των λέξεων και μένουν μετέωρα εκεί. Άπιαστα. Πάντα ψάχνω στις λέξεις. Διυλίζω τον κώνωπα, ανεπαρκής. Με Α στερητικό, πομπώδες και τόσο ταιριαστό που καταντάει γελοίο.
Και για πες τώρα, τι θα μπορούσα να σου τάξω που δεν έχεις ήδη. Πως θα μπορούσα να μιλήσω δίχως την κοινοτυπία. Πέρα από αυτό, δε συντελείται καμιά άλλη κοσμογονία. Και αυτό δεν έχει όνομα. Μόνο μια ρευστή υπόσταση, που μάταια παλεύω να ορίσω.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

The world, then the fireworks

Περνώντας την είσοδο του εμπορικού, δεν μπόρεσα παρά να σκεφτώ το κιτς. Πλαστικό, αδυσώπητο, καταναλωτικό κιτς. Ευτυχώς σε είχα δίπλα μου και βάλαμε τα γέλια με την άγαρμπη αγανάκτησή μου. Μου είχε λείψει το γέλιο σου. Ο τρόπος που όλα γίνονται μια μυστική συνομωσία, τα γέλια, οι αναφορές, οι συνειρμοί, οι εικόνες. Όλα τρέφονται από κάπου βαθειά, από ένα κομμάτι μου και από ένα κομμάτι σου, που είναι το δικό μας κομμάτι.

Είναι μήνες τώρα που άνοιξα τα ματάκια σαν την Ωραία Κοιμωμένη και κοιτάζω τον κόσμο σαν να τον βλέπω για πρώτη φορά. Στην ταβέρνα-αλυσίδα με την επιμελημένη σπιτική διακόσμηση, όση ώρα σκάλιζα με προσήλωση μια σαλάτα με κουσκούς, με κατέκλυζε η ευτυχία που είσαι πάλι εσύ που μου απλώνεις τη χείρα βοηθείας τώρα που το έχω ανάγκη. Που με βοηθάς να βρω τους ορισμούς για λέξεις που είχα ξεχάσει, που μου μαθαίνεις τα αισθήματα και τη ντροπή. Αν ήξερες τα μισά απ’ όσα έχω κάνει, θα ντρεπόμουνα. Όχι τόσο για μένα, όσο για τη στενοχώρια σου.

Αν έπρεπε να καταφύγω στα στοιχεία, θα ‘σουν γη. Το στερεό μου πάτημα και ας μην έχεις ιδέα. Το αντίθετο του κιτς. Πραγματικότητα.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Things I wish I'd written


Έχω ανάγκη κάποιον ν’ ανταλλάσουμε ιδέες. Κάποιον ισοδύναμό μου. Όταν επιστρέψεις, θα απολαύσω μαζί σου μια λογοτεχνική γαμηστική γιορτή-που σημαίνει γαμήσι και συζήτηση και συζήτηση και γαμήσι, και ένα μπουκάλι Anjou ενδιάμεσα ή ένα βερμούτ Casis. Αναϊς θα σου ξεσκίσω τα σωθικά. Ο Θεός να βάλει το χέρι του και να μην ανοίξει κανείς άλλος αυτό το γράμμα κατά λάθος. Δεν κρατιέμαι. Σε θέλω. Σ’ αγαπώ. Είσαι για μένα το φαγί και το πιοτό – όλος ο αναθεματισμένος μηχανισμός, να ξέρεις.”

O Henry Miller στην Anais Nin, Clichy, 30/9/1932

Gustav Klimt (1862-1918)

Ο θεατής αιχμαλωτίζεται ανίσχυρος από το κεντρικό θέμα του Κλιμτ: τη γυναικεία ομορφιά. Ο Κλιμτ ζωγράφισε τολμηρά την Εύα, την αρχέτυπη γυναίκα σε κάθε δυνατή στάση. Στη ζωγραφική του Κλιμτ δεν είναι το μήλο που προκαλεί, αλλά το γυναικείο κορμί. Απεικονίζεται όπως είναι πραγματικά, δίχως να αποκρύβεται καμιά λεπτομέρεια.
Σχεδόν σε κάθε πίνακά του, γύρω από την κεντρική φιγούρα, κινείται ένας ολόκληρος κόσμος, που ωθεί τον θεατή προς τα βάθη του υποσυνείδητου και τους λαβύρινθους του νου. Ο κόσμος του είναι γεμάτος γύρη και ύπερους, σπέρμα και ωάρια, είτε απεικονίζει τη φύση, είτε ανθρώπινα σώματα.

Η εικονιστική του γλώσσα δανείζεται τα σύμβολά της, αρσενικά και θηλυκά, από τον κόσμο των ονείρων του σύγχρονού του Freud. Η μάχη ανάμεσα στον Έρωτα και τον Θάνατο διαποτίζει όλο το έργο του.


Ο Ρενουάρ κάνει τον εξής διαχωρισμό, που εξηγεί την αρνητική αποδοχή πολλών έργων του ζωγράφου από τα συντηρητικά στρώματα της Βιεννέζικης κοινωνίας: “Το ακαδημαϊκό, εξιδανικευμένο γυμνό, χαιρετίζεται από την κοινωνία, ιδιαίτερα όταν εμπεριέχει κάποιο ιστορικό μήνυμα. Αντίθετα, μια καθημερινή γυναίκα έτοιμη για έρωτα προκαλεί σκάνδαλο”.

Πηγή: Klimt του Gilles Neret, εκδόσεις Taschen

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007

H Βασίλισσα των Πάγων


Μια άλφα κυνικότητα
παλεύω να τη διώξω
και έτσι
και καλά δεν τρέχει τίποτα
ενώ τρέχουν τα πάντα
το βασίλειο των παγετώνων
για ένα παρ-άλογο
συναίσθημα
του πως λυγίζουν τα γόνατα
όταν μ’ αγγίζεις.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

Born of frustration


Αυτές οι κουβέντες
που σε κάνουν να ντρέπεσαι
που με κάνουν να ντρέπομαι
είμαι εγώ
αν ξύσεις την επιφάνεια
αν ζητήσεις το λόγο
για την τραχύτητα των λέξεων
για το τρέμουλο στα χείλη
είμαι εγώ
είσαι εσύ
και ίσως λίγο και το πλήρωμα του χρόνου.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Τρινάκρια


H παράδοξη αυτή κυρία με τα τρία πόδια είναι η Αθηνά Τρινάκρια, της οποίας την ύπαρξη αγνοούσα μέχρι πριν από μερικές ημέρες, που την είδα να κρέμεται με τη μορφή ασημένιου φυλακτού στον καθρέφτη ενός αυτοκινήτου. Καταπώς φαίνεται, η Αθηνά, η οποία και υπήρξε προστάτιδα του νησιού, συμβολίζει τη Σικελία και τα τρία ακρωτήριά της. Μπορεί κανείς μάλιστα να τη δει και στη σημαία της Σικελίας, με μία ελαφρώς λιγότερο τρομακτική όψη.


Είναι γενικότερα αποδεκτό ότι η Τρινάκρια βασίζεται σε ένα πολύ παλιότερο Αρχαίο Ελληνικό σύμβολο, το «τρισκέλιον», δηλαδή μια εικόνα που απεικονίζει τρία πόδια ενωμένα στους γοφούς, έτσι ώστε να δίνουν την ψευδαίσθηση της συνεχούς κίνησης. Σύμβολα αυτού του είδους, αναφέρονται συνήθως στη δράση, την αέναη κίνηση, την πρόοδο, την επανάσταση, τον ανταγωνισμό και την κίνηση προς τα μπροστά.




Το τρισκέλιον έχει περάσει και στον Κέλτικο συμβολισμό, με τους τρεις κύκλους που ενώνονται, αλλά και στη σημαία του Isle of Man, νησιού ανάμεσα στην Αγγλία και την Ιρλανδία.


Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

Σατανική σύμπτωση 3

Devi, η Θεά Μητέρα της Ινδικής Μυθολογίας.
Εκάτη η Τρίμορφος, χθόνια θεότητα της Ελληνικής Μυθολογίας.

Lenna, Τάρτα Φράουλα 0-1

Μπορεί να χάσαμε τη μάχη, αγαπητή μου, αλλά όχι και τον πόλεμο.

Don't try to fix me, I'm not broken


Νομίζεις πως με ξέρεις;
Με ηδονή σου λέω πως δεν έχεις ιδέα.
Δεν ξέρεις τι κουβαλάω στο κεφάλι μου.
Τι με διαλύει, τι με λιγώνει και πως ανασταίνομαι.
Με νουθετείς. Με συμβουλεύεις. Μου γυρνάς τα έντερα με αφελείς δηλώσεις και γελοία επιχειρήματα.
Αξιοθρήνητος θεατής. Εσύ.
Δεν ξέρεις καν πως πίνω τον καφέ μου.

Life by drowning

“Όταν φεύγεις, αγαπημένε μου, ρισκάρεις. Τίποτα δε θα μείνει έτσι όπως το άφησες. Η ζωή προχωρεί κι αλλάζει. Αυτό που άφησες πίσω σου, ίσως να μη το γνωρίσεις, όταν θελήσεις να το ξαναδείς. Δεν μπορείς να αιχμαλωτίσεις παρά μόνο τις αναμνήσεις σου.”*

Φίλος είναι αυτός που έρχεται όταν οι άλλοι αποχωρούν. Εσύ μωρό μου, την έκανες με τους πρώτους.

*Αλκυόνη Παπαδάκη

Trip down the memory lane


Εκεί που πας να με βρεις
ρίχνω ένα καινούριο φράγμα.
Δεν είναι που δε θέλω να με βρεις
δεν είναι που θέλω να σε διώξω.
Μόνο που πια πρέπει να δούμε καθαρά
πόσα εμπόδια αντέχουμε να ξεπεράσουμε
για να βρεθούμε.
Πρέπει να ελέγξουμε ως που τραβάει η δύναμή μας.
Κι έπειτα, μην ξεχνάς ποτέ το ενδεχόμενο
τα φράγματα να μη τα φτιάχνω μόνος μου
μα να υπάρχουν πάνω μου και μέσα μου σα μελανές ουλές
αλάζοντας το σχήμα και το χρώμα μου.
Αυτό το εμπόδιο που είναι ο εαυτός μου
για τον εαυτό μου.
Τίτος Πατρίκιος

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007

Deborah Kerr (1921-2007)

Easily, from Here to Eternity.

Haiku της Alison Fell

When you come visit me in the winter
Don’t be deterred
By the curtain of icicles over the door.
Just bring your sharpest sword.

Couple

Night falls
And after night darkness
And after darkness
Eyes
Hands
And breathing, breathing, breathing…
And the sound of water
Dripping from the faucet drop by drop by drop


Then two red glows
Of two lit cigarettes
Tick tock of the clock
And two hearts
And two solitudes


Forugh Farrokhzad

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

Χίμαιρα


Πριν από μερικές μέρες, την ώρα που γύριζα από το γραφείο, είδα μια γιαγιούλα να προσπαθεί να περάσει έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της πόλης. Παρά την προχωρημένη ηλικία της, ήταν μια απ’ αυτές αυτές τις αρχοντικές γυναίκες που προσέχουν τον εαυτό τους, με το άσπρο μεταξωτό πουκαμισάκι της, τα μαύρα παπούτσια με το ελάχιστο τακουνάκι, με μια σειρά πέρλες στο λαιμό και τα κάτασπρα μαλλιά της καλοχτενισμένα. Δεν πρόλαβε να περάσει το δρόμο πριν το φανάρι αλλάξει σε κόκκινο και λίγο πριν πατήσει στο πεζοδρόμιο, ένας νεαρός οδηγός έβγαλε το κεφάλι από το αυτοκίνητο και τη στόλισε με διάφορα κοσμητικά επίθετα. Το κωλόγρια πρέπει να ήταν το πιο ανάλαφρο. Η γιαγούλα έχασε την αυτοκυριαρχία της και στραβοπάτησε, αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο. Αμέσως μετά μάζεψε το κουράγιο της και απλά, συνέχισε να περπατάει.

Η σκηνή με γέμισε με απερίγραπτη θλίψη. Θυμήθηκα μια φράση από ένα διήγημα που έγραψα πριν από υπερβολικά πολλά χρόνια, «καθώς περπατούσα στο δρόμο, την κοίταξα στα μάτια με την υπεροψία των δεκαεφτά μου χρόνων». Δε μιλούσα καν για μια γιαγιά, αλλά για τη θριαμβευτική αναμέτρησή μου στο δρόμο με μια τριαντάρα, που ήδη είχε αρχίσει να βαραίνει. Τώρα βλέπω εγώ η ίδια τον θρίαμβο να καθρεφτίζεται στα μάτια των δεκαεφτάχρονων κοριτσιών που με προσπερνάνε στο δρόμο και γελάω με την διαπίστωση πως όταν είσαι νέος, η αυθάδεια και η υπεροψία δε σε αφήνουν να δεις πως δε θα ζήσεις για πάντα.

Υπάρχει κάτι το τραγικά αδυσώπητο σ όλη αυτή τη διαδικασία. Γιατί και η γιαγούλα κάποτε υπήρξε δεκαεφτά, και τριάντα. Κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού και μέσα σε μισοσκότειενες κάμαρες, υπήρξε σώμα που ξυπνούσε τον πόθο και έδινε ηδονή, πριν δει αυτό το σώμα να συρρικνώνεται και να χάνει τη μάχη με το χρόνο. Και αυτή ξύπνησε ένα πρωί και κοίταξε στον καθρέφτη και είδε να την κοιτά μια ξένη. Και αυτή συμβιβάστηκε με μια ζωή άφυλη, τα χέρια που τρέμουν, το αργό βήμα και την περιφρόνηση στο δρόμο. Και με μια ζωή εσωτερική, όσο και επώδυνη, με την όποια επίκτητη σοφία να παύει να ‘ναι πανάκεια για τη φθορά του χρόνου.

Because maybe


Today is gonna be the day
That they're gonna throw it back to you
By now you should've somehow
Realized what you gotta do
I don't believe that anybody
Feels the way I do about you now
Backbeat the word was on the street
That the fire in your heart is out
I'm sure you've heard it all before
But you never really had a doubt
I don't believe that anybody feels
The way I do about you now
And all the roads we have to walk along are winding
And all the lights that lead us there are blinding
There are many things that I would
Like to say to you I don't know how
Because maybe
You're gonna be the one who saves me ?
And after all
You're my wonderwall

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί...


Τις τελευταίες μέρες, γυρίζω από γραφείο σε γραφείο με ένα χαμόγελο από το ένα αφτί ως το άλλο. Μερικοί συνάδελφοι το βρήκαν άκρως προσβλητικό και άκαιρο, να μη πω πως το αποκάλεσαν και παντελή έλλειψη τακτ. Πιάνω που και που βέβαια κανένα ζηλόφθονο βλέμμα και η αλήθεια είναι πως καναδυό τελείως απελπισμένοι μου έτριψαν το χέρι για να πάρουν λίγη από την τύχη μου. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Διοίκηση (αυτή η απρόσωπη οντότητα με την οποία έχω πιει κατά καιρούς ποταμούς αλκοόλ) μου συμπεριφέρεται σαν να της σκότωσα τη μάνα, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά την φριχτή μου υποψία πως δε δουλεύω σε εταιρία, αλλά στην παιδική χαρά και μαλώνουμε για το ποιος θα πάρει το κουβαδάκι. Η αλήθεια είναι πως περίμενα κάτι καλύτερο, ή μάλλον κάτι περισσότερο αξιοπρεπές. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και όχι.
Ένα μήνα πιο πριν υπέβαλλα την παραίτησή μου. Έκτοτε, μετράω τις μέρες με την προσμονή ενός παιδιού και με την απληστία του φυλακισμένου. Και δεν υπερβάλλω καθόλου. Η αλήθεια είναι βέβαια πως μετά από τόσα χρόνια είχα μερικές αμφιβολίες, αλλά τις διέλυσε ως δια μαγείας το αφεντικό ρωτώντας με σε μια συνάντηση αν ξέρω να διαβάζω. Νομίζω πως τελικά αυτή η ατάκα έκανε όλη τη διαφορά. Μετά από οκτώμισι εξαντλητικά χρόνια, που μόνο κώλο δε δώσαμε γι’ αυτή την κωλο-εταιρία, εν μέσω ξενυχτιών, εξοντωτικών προθεσμιών και προσβλητικών συμπεριφορών (να μην αναφέρω τα γαλόνια καφέ παντός τύπου που έχω φτιάξει), ήταν αν μη τι άλλο άτοπο. Αχ, στ’ αλήθεια τώρα πια, η κορυφή έχει πολύ μοναξιά.
Ίσως τελικά η αρρώστια μου να ήταν ότι καλύτερο μου συνέβη φέτος. Μου άφησε ένα πολύτιμο δώρο, και αυτό δεν είναι άλλο από την απόλυτη περιφρόνηση σε ανθρώπους που δε με σέβονται ή με προσβάλλουν με τον οποιοδήποτε τρόπο. Και την συναίσθηση του τι είμαι.
Εν μέσω τυμπανοκρουσιών λοιπόν, η Lenna εγκαταλείπει το σπίτι του Big Brother. Τρελά, τρελά, τρελά ευτυχισμένη.

Yummy

Θα-βάλω-τα-δαχτυλάκια-στο-βαζάκι-με-το-μέλι.

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

I dream of cake


Ονειρεύομαι πάστες.
Κάνω δίαιτα και αντί να βλέπω στον ύπνο μου σφριγηλά αντρικά κορμιά, ονειρεύομαι πολύχρωμες, πλουμιστές και αφράτες πάστες.
Merde.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007

Το σώμα του εγκλήματος

Το σώμα έχει μια κρυφή ζωή δική του, που δεν κυβερνάται απ' το μυαλό και ενίοτε, ούτε απ' την καρδιά. Το σώμα έχει μια μυστηριακή δύναμη ν’ αποφασίζει μόνο του ποιον συμπαθεί και ποιον όχι. Το σώμα επιλέγει, οσφραίνεται ή απορρίπτει με βάση το άγγιγμα ή την αίσθηση που έχουν τα χείλη. Το σώμα ηλεκτρίζεται παράλογα και ακατανόητα, το σώμα επιλέγει. Το σώμα αντιδρά με αποστροφή, τινάζεται, αποφεύγει τα αγγίγματα που είναι λάθος. Το σώμα έχει μια ζωή δική του, ακατάληπτη και τόσο γλυκιά, που δεν προσεγγίζει καμία λογική. Το σώμα έχει ένα υπόβαθρο, δισεκατομμύρια κύτταρα που αναταράζονται, έλκονται και απωθούνται, ενίοτε γητεύονται. Το σώμα είναι ένας μικρόκοσμος, με δικούς του, απόλυτους νόμους και κανόνες. Το σώμα διατάσει και εκτελεί-και δεν απολογείται.

Gather me safely in

Dance me to your beauty with a burning violin
Dance me through the panic till I'm gathered safely in
Touch me with your naked hand or touch me with your glove
Dance me to the end of love

Oh baby, baby it's a cruel world


Ανιδιοτέλεια


Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2007

I'll be your mirror, reflect what you are

Shiny, shiny, shiny boots of leather
Whiplash girlchild in the dark
Clubs and bells, your servant, don't forsake him
Strike, dear mistress, and cure his heart

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Do you? I mean voodoo

Δεδομένων των συγκυριών αυτού του ατυχούς έτους, που τα νοσοκομεία γίνανε το δεύτερο σπίτι μας και οι γιατροί όλων των ειδικοτήτων οι νέοι καλύτεροι φίλοι μας, νομίζω πως είμαι δικαιολογημένη στο να αναρωτιέμαι ποιος πούστης με το κακό μάτι ζήλεψε τα νιάτα μας, την ομορφιά μας, την οικονομική μας ευμάρεια, τα φιδίσια κορμιά μας και την αστείρευτη εξυπνάδα μας. Είπαμε, αλλά η γκαντεμιά έχει και τα όριά της.
Έχοντας αναρρώσει η ίδια και ενόψει της εγχείρισης της φίλης μου, δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι. Ο κολλητός μου, μου πρότεινε να γίνω μια θεοσεβούμενη Χριστιανή και να κάνω ένα ευχέλαιο, μπας και εξευμενίσω τα δαιμόνια που μας ταλανίζουν εδώ και 8 μήνες. Εγώ πάλι, κατεξοχήν ορθολογίστρια μέχρι φέτος, λέω να ξεθάψω το χώμα από όλες τις γλάστρες στη βεράντα μου, μήπως και βρω καμιά κέρινη κούκλα γεμάτη καρφίτσες που μου πίνει σιωπηλά και ύπουλα τα αίμα και επιτέλους χυθεί άπλετο φως στο μυστήριο.

Το δέρμα, αδιαφανές


Το δέρμα σου είναι ένα μυστήριο από μόνο του. Σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω πως υποθάλπεις μια δεύτερη ζωή, αόρατη στο γυμνό μάτι, ακριβώς κάτω απ’ το παραπλανητικό περίβλημα. Πόσο εύκολα μου την έχεις κρύψει, κάτω από μια επίπλαστη ακινησία. Από μια νιρβάνα που από κάτω κόχλαζε, αναδεύονταν και ξανακυλούσε προς τα μέσα, υπομονετικά και αθόρυβα. Και τη νύχτα, έφτασε μια στιγμή. Μια ανάσα-και ένα άγγιγμα.

Αν μπορούσα να σ’ αγαπήσω απ΄ την αρχή, πάλι θα πάλευα σαν την τυφλή για χρόνια, πάλι θα έκλαιγα στην αγκαλιά σου αμέτρητα βράδια και πάλι τα μαλλιά σου θα μύριζαν σαμπουάν ροδάκινο, όπως κάτι νύχτες που η καρδιά μου δεν άντεχε τόσο ευτυχία, Πάλι θα ξάπλωνα σ’ ένα μονό κρεβάτι, με το πρόσωπο θαμμένο στην καμπύλη του λαιμού και θα σε ανάσαινα άπληστα, μέχρι να με νανουρίσεις και να με πάρει ο ύπνος. Πάλι θα σ’ αγαπούσα δίχως σώμα, μόνο με την καρδιά και τα δάχτυλα. Πάλι θα ήσουν στ’ αλήθεια το αγόρι μου και εγώ θα ήμουν στ’ αλήθεια το κορίτσι σου, και ας μην υπήρξαμε ποτέ. Βαθιά, μέχρι το μεδούλι.

Αν μπορούσα να σβήσω, δε θα έσβηνα ούτε ένα κόμμα, μη και τα πράγματα δεν έρθουν όπως ήρθαν. Μη και παρεκκλίνουν. Μη και δεν ερχότανε ποτέ αυτή η νύχτα, η στιγμή, η ανάσα-και το άγγιγμα.

Κάθοδος

Σ’ αυτό το όνειρο με λένε Λευκή, από το tabula rasa. Ταξιδεύω μέσα σ’ ένα ομιχλώδες τοπίο γεμάτο σκιές δέντρων και υποψίες θάλασσας, προς μια πόλη που βαπτίζω ξανά από την αρχή. Άλλωστε, το όνομά της δεν έχει σημασία. Από δω και μπρος θα μείνει στη νεοσυσταθείσα ιστορία μου ως το σημείο αφετηρίας.
Οι σκιές των δέντρων μαστιγώνουν τα παράθυρα και μια ανεξήγητη θλίψη σκύβει μέσα μου, εκεί που ψάχνω τα υπολείμματα της ζωής που αφήνω για να έρθω κοντά σου. Τίποτα.
Μια εικόνα, η εικόνα σου, έρχεται από το πουθενά και σκεπάζει τα πάντα.

Κρατάω αυτή την ασαφή εικόνα σαν φυλαχτό, καθώς βυθίζομαι σε αργή κίνηση και νιώθω το νερό να κλείνει πάνω από το κεφάλι μου. Οι ακτίνες του ήλιου διαθλώνται παντού γύρω μου, είναι σα να επιπλέω σε μια πανάρχαια θάλασσα από ρευστό χρυσάφι και δυνάμεις πέρα από τις δικές μου ορίζουν το σώμα και τη σκέψη μου. Ακούω τον χτύπο της καρδιάς μου, το αίμα που πάλλεται στους κροτάφους, τον μονότονο ήχο της ανάσας μου στον αναπνευστήρα. Το μόνο που ξέρω είναι πως φοβάμαι. Φοβάμαι το αβυσσαλέο κενό που ανοίγεται μπροστά μου, την υγρή απεραντοσύνη που δεν ορίζω, το φως που με εγκαταλείπει σιγά σιγά και το νερό που βάφεται μαύρο. Ανάσα την ανάσα, βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά, μέχρι που το νερό με κλείνει στη σκοτεινή αγκαλιά του. Ανάβω το φακό και για λίγες στιγμές παρατηρώ με δέος τα σωματίδια που αιωρούνται στην αδύναμη δέσμη του φωτός. Μετράω το χρόνο με τις ανάσες μου και βουλιάζω, λες και μια μυστηριακή δύναμη έχει παραλύσει τα μέλη μου, λες και το αίμα βάρυνε στις φλέβες μου και έγινε μολύβι που με τραβά προς τα κάτω.

Με την άκρη του ματιού μου, καταγράφω τη μονολιθική κίνηση του όγκου που αρχίζει να διαγράφεται μέσα στο σκοτάδι. Δεν τον βλέπω ακόμη, αλλά νιώθω έναν πρωτόγονο πανικό να ποτίζει κάθε κύτταρο του σώματός μου. Κουνήσου, προστάζω τον εαυτό μου, αλλά ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει, τα χέρια και τα πόδια μου δεν είναι δικά μου και τον αισθάνομαι να πλησιάζει, κουνήσου σου λέω, κουνήσου ΤΩΡΑ, αλλά ο φόβος με έχει σφίξει σα μέγγενη, τα μάτια μου είναι διάπλατα ανοιχτά και ξεχνάω να τα ανοιγοκλείσω, και ξαφνικά βγαίνει από το σκοτάδι και τον βλέπω, πρώτα τα μοχθηρά, κρύα μάτια καλυμμένα με υπόλευκες μεμβράνες, το μισάνοιχτο στόμα γεμάτο κοφτερά δόντια, το τριγωνικό κεφάλι που σκίζει με διεστραμμένη χάρη το σκοτεινό νερό. Και όμως, καθώς κρατάω ακόμη και την ανάσα μου, προσπαθώντας να επικαλεστώ ξεχασμένες μνήμες από έναν άλλο κόσμο που δεν έχει θέση εδώ, καθώς μαθαίνω στα πόδια μου και στα χέρια μου μια αφύσικη ακινησία για να κερδίσω χρόνο, λίγο χρόνο, συνειδητοποιώ ότι η στιγμή διαθλάται μέσα από μια ανεξήγητη βραδύτητα που δεν είναι αυτού του κόσμου, από μία αισθητική που θυμίζει ταινία προβολής σε αργή κίνηση και καθώς αιωρούμαι σχεδόν ακίνητη πάνω από τον τερατώδη κορμό που φαίνεται να μην έχει αρχή και τέλος, παρατηρώ πρώτα το γκρίζο σώμα, τις βαθιές ουλές και το άρρωστο δέρμα που μαρτυρούν το χρόνο που σύρθηκε αδυσώπητα πάνω του και όλα αυτά τη στιγμή που φαντάζει ατελείωτη καθώς κινείται κάτω από τα πόδια μου, αργά και μονότονα, σε μια προκαθορισμένη πορεία που δεν οδηγεί πουθενά και με γεμίζει με θλίψη, το ραχιαίο πτερύγιο, μετά η ουρά, ο ανεπαίσθητος φλοίσβος που περισσότερο φαντάζομαι παρά νιώθω. Ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει, το φάντασμα με έχει προσπεράσει, και όμως ο πανικός είναι ακόμη εκεί, πιο δυνατός από κάθε άλλη φορά, γιατί εξακολουθώ να μην ξέρω τι είναι αυτό που με τραβά προς τα κάτω και τι θα βρω όταν φτάσω εκεί.
Σπάω το ξόρκι της ακινησία που με έχει αφήσει να αιωρούμαι μέσα στο κενό και βουτάω προς τα κάτω, ξέροντας πως σύντομα μου τελειώνει το οξυγόνο, ο χρόνος, οι δικαιολογίες και οι υπεκφυγές. Απλώνω το χέρι μου μέσα στο σκοτάδι και πιάνω ένα τεράστιο κοχύλι, ένα αραβούργημα κρυμμένο στην άμμο του πυθμένα και το κρατάω γερά, καθώς συνειδητοποιώ πως χωρίς να ξέρω το γιατί, έχει έρθει η ώρα να αναδυθώ.
Την ώρα που σκαρφαλώνω στο κατάστρωμα με τον πολύτιμο θησαυρό μου στο χέρι, αναπνέω την εικόνα σου που με ανακουφίζει περισσότερο και από το άπλετο φως που μου θαμπώνει για λίγο τα μάτια. Ένας μισοξεχασμένος στίχος έρχεται από κάπου βαθιά, από κει που τα συναισθήματα παλεύουν να γίνουν λέξεις και μου φέρνει το χαμόγελο στα χείλη... «να ξυπνήσω και να σε βρω να κάθεσαι στο κρεβάτι, με τα μαύρα σου μαλλιά και το χρυσαφένιο σου δέρμα, και με μία φέτα φωτός κατά μήκος του στήθους σου, σαν ο Θεός να ήταν ο Ρέμπραντ ή ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν...»
Καθώς τα βλέμματά μας διασταυρώνονται, μια υποψία χαμόγελου σχηματίζεται στα χείλη σου, την ώρα που ακουμπώ στα πόδια σου το θησαυρό που έφερα μαζί μου από τα βάθη.

Ανοίγω τα μάτια μου σπασμωδικά, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι, να διώξω από τα βλέφαρά μου τα τελευταία ψήγματα ύπνου. Ψάχνω το σώμα σου κάτω από τα μπερδεμένα παπλώματα, γιατί αισθάνομαι πως αν δε νιώσω το χτύπο της καρδιάς σου, θα με καταπιούν πάλι τα σκοτεινά νερά και ο φόβος. Είμαι τόσο κουρασμένη, που αν με αφήσεις, δε θα βρω τη δύναμη να κουνήσω τα χέρια και τα πόδια μου, δε θα καταφέρω να κρατηθώ στην επιφάνεια. Ψηλαφώ το στέρνο σου και όταν νιώθω τον χτύπο της καρδιάς σου κάτω από τα δάχτυλά μου, ανασαίνω με ανακούφιση. Cursum perficio. Ο χτύπος της με νανουρίζει, σαν ένα μικρό, άπληστο παιδί. Και θέλω πάνω απ’ όλα να χωθώ στα όνειρά σου και να σου το πω για να το ξέρεις. Μυστήρια ρεύματα με έφεραν στην όχθη σου, σαν ένα έκθετο βρέφος μέσα σ’ ένα καλάθι πασαλειμμένο με πίσσα, και το ταξίδι μου ήταν μακρύ και κουραστικό, και τώρα έρχομαι από τα βάθη και είμαι τρομαγμένη από όλα αυτά που άφησα και περισσότερο από αυτά που τώρα βρίσκω, σου φέρνω θησαυρούς στα χείλη μου από τις πιο απομακρυσμένες θάλασσες, χρυσόδετα κοχύλια από τα αρχαία ναυάγια των Ατλάντων και πορφυρά κοράλλια από τη θάλασσα των Σαργάσσων, έρχομαι από τα σκοτάδια κατηφής και ανέστια και φορτωμένη δώρα, ένα τρομαγμένο παιδί που το ξέβρασε το νερό στην όχθη σου και θέλω – πρέπει- να μ’ αγαπήσεις.

Έτσι όπως καθόμαστε στο συνηθισμένο καναπέ ενός συνηθισμένου δωματίου και αγγιζόμαστε, την ώρα που μου χαϊδεύεις τα μαλλιά και εγώ θέλω να φιλήσω όσο τίποτα τις κλειδώσεις των δαχτύλων σου, είναι σα να σκίστηκε το πέπλο που τυλίγει τις νύχτες μου και να χύθηκαν, αθόρυβα και ήσυχα, τα θαύματα που διαφεντεύουν τα όνειρά μου και να πότισαν τις ίνες της πραγματικότητας.

Καθώς κλείνει πίσω μου η βαριά ξυλόγλυπτη πόρτα με έναν ανεπαίσθητο θόρυβο που διόλου δεν ταιριάζει με τον όγκο της, τα μάτια μου προσπαθούν να συνηθίσουν το πυκνό σκοτάδι. Δε βλέπω και δεν ακούω τίποτα, παρά μόνο μακρινά, υπόκωφα φτερουγίσματα και το σύρσιμο του φορέματος που μπερδεύεται στα πόδια μου. Με τα γυμνά μου πέλματα νιώθω τη σκόνη αιώνων που έχει κατακαθίσει στα πέτρινα σκαλιά που ελίσσονται προς το σκοτεινό κενό που ξέρω ότι περιμένει Εκείνη που τη θάλλει το σκοτάδι. Αψηφώντας το τρέμουλο στα γόνατα, ψηλαφώ τον τοίχο και πιο τυφλή απ’ τους τυφλούς, αρχίζω την αργή μου κάθοδο.
Συναντώ εφτά μεγαλόπρεπες πύλες, και οι φρουροί τους μου ζητάνε κάτι σε αντάλλαγμα για να με αφήσουν να περάσω. Μεθοδικά, πρώτα αλαφραίνω τον εαυτό μου από τα μεγαλόπρεπα κοσμήματα, για να αφήσω το βαρύ βελούδο να γλιστρήσει χωρίς ίχνος συστολής μπροστά στο φρουρό της τελευταίας. Καθώς αυτός με πιάνει από το μπράτσο για να με οδηγήσει, σκέφτομαι πόσο αστείο είναι να έχω γυμνωθεί μπροστά σε έναν άγνωστο άντρα χωρίς δεύτερη σκέψη. Το χαμόγελό μου όμως σβήνει, την ώρα που με σπρώχνει στην αίθουσα του θρόνου. Βαριά θυμιάματα πλημμυρίζουν το χώρο, που μοιάζει να πάλλεται κάτω από το φως λιγοστών κεριών. Δεν Τη βλέπω, γιατί όπως Της αρμόζει, ο θρόνος της είναι τυλιγμένος στα σκοτάδια. Αντ’ αυτού, οι θεραπαινίδες της γλιστράνε αθόρυβα στο πλάι μου και πριν καλά καλά το καταλάβω, βρίσκομαι ανάμεσά τους. Είναι εκτυφλωτικά όμορφες, αλλά οι κόγχες των ματιών τους είναι άδειες και τα στόματά τους ραμμένα, το άγγιγμά τους παγωμένο. Ένας αρχέγονος πανικός στροβιλίζεται από το πουθενά και στεγνώνει το σάλιο στο στόμα μου. Εκείνη, σηκώνεται αργά και πριν προλάβει να περάσει μια ανθρώπινη στιγμή, στέκεται μπροστά μου. Τα μάτια Της με συνεπαίρνουν-μαύρα, κατάμαυρα, σκαλισμένα στον έβενο της νύχτας.
Το χαμόγελό Της μου κόβει την ανάσα.
«Άνοιξε τα μάτια σου», μου ψιθυρίζει τρυφερά και πιάνοντας το πρόσωπό μου στα χέρια της, σκύβει για να με φιλήσει στο στόμα.
Το δωμάτιο γεμίζει με ψιθύρους-το κλάμα ενός νεογέννητου, το ανάλαφρο σύρσιμο γυμνών ποδιών στην ανοιξιάτικη χλόη, παιδικά γέλια, οι κραυγές δύο εραστών πριν τον οργασμό, ο επιθανάτιος ρόγχος ενός γέρου που παλεύει ν’ ανασάνει στο νεκρικό κρεβάτι. Το κεφάλι μου αρχίζει να γυρίζει και χάνω την ισορροπία μου και την ίδια στιγμή που απλώνω τα χέρια μου για να πιαστώ από κάπου, το σκοτάδι αποκτά μια έλλογη ύπαρξη και αρχίζει να τυλίγεται γύρω μου αδυσώπητα και απαλά, σαν ένα σάβανο από μαύρο βελούδο και χιλιάδες φωνές μου ψιθυρίζουν μυστικά σε πανάρχαιες γλώσσες που δεν έχω ξανακούσει, νιώθω στο σώμα μου αδηφάγα χέρια και αγγίγματα και χάδια και δεν έχω το χρόνο να σκεφτώ για να τρομάξω, γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή τα μάτια μου γεμίζουν χρυσόσκονη και είναι όλα εκεί, εικόνες που μαστιγώνουν ανελέητα τα μάτια μου, μεγαλόπρεπες εκρήξεις που συντελούνται μέσα στο σώμα και έχουν χρώμα πορφυρό και χρυσό, χαίνουσες φλέβες που ποτίζουν με αιμάτινες σπονδές το διψασμένο χώμα, ένα πελώριο φίδι που δαγκώνει την ουρά του, τα τυφλά μάτια του Οιδίποδα και τα αιματοβαμμένα χέρια της Αγαύης, το αυγό της Σελήνης και το μεγάλο αιδοίο της Ινάννα, τα ροζιασμένα χέρια μια γριάς και το ψοφίμι ενός σκύλου που σαπίζει κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, τα αλληλοσπαραζόμενα σώματα μιας γυμνής γυναίκας και ενός γυμνού άνδρα, ο ρυθμικός χτύπος της καρδιάς ενός αγέννητου βρέφους, και είναι όλα εκεί, και από κάπου μακριά ακούω μια φωνή που στην αρχή δεν είναι παρά ψίθυρος, και ξέρω πως είναι η δική της φωνή αλλά δεν μπορώ να την ακούσω γιατί γύρω της μαίνεται το πανδαιμόνιο των κραυγών και των στεναγμών, ξέρω όμως πως πρέπει να αφουγκραστώ και πρέπει ν’ ακούσω, αλλά η φωνή ξεμακραίνει και δεν είναι παρά ένας αδύναμος ψίθυρος, μια κοροϊδευτική ηχώ χωρίς αντίκρισμα και εγώ σωριάζομαι στα γόνατα και αρχίζω να κλαίω σιωπηλά, μέχρι που αισθάνομαι ν’ αδειάζω και να καθαρίζω, να με χάνω και να με βρίσκω από την αρχή, πιο ελαφριά και από τον αέρα...

Ανοίγω τα μάτια μου μόνη, χαμένη σ’ ένα τεράστιο κρεβάτι με ουρανό, την ώρα που οι πρώτες ακτίνες του ήλιου στριμώχνονται ενοχλητικές μέσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες. Φοράω βιαστικά μια μπλούζα σου που μαζεύω από το σωρό των ρούχων στο πάτωμα και κατεβαίνω με ξυπόλητα πόδια στον κάτω όροφο. Τα παράξενα ταξίδια της νύχτας είναι ακόμη νωπά στα χείλη μου και θέλω να μάθεις, θέλω να σου πω τα πάντα για τα λυτρωτικά μυστήρια που μου αποκαλύπτονται στα όνειρά μου την ώρα που εσύ κοιμάσαι στο πλάι μου με γαληνεμένα βλέφαρα και ήσυχη ανάσα, αντ’ αυτού όμως συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά πόσο αναλφάβητη είμαι στη γλώσσα των αισθημάτων.

Σκαρφαλώνω στον πάγκο της κουζίνας και σε παρακολουθώ την ώρα που ετοιμάζεις καφέ. Μοιάζεις αγχωμένος και οι κινήσεις σου είναι σπασμωδικές, γεμάτες μια δυσοίωνη ένταση που με μπερδεύει. Θέλω να σου πω όλα τα μικρά και τετριμμένα και αυτονόητα μέχρι ν’ αδειάσω και ν’ αλαφρώσω, μικρές ανόητες κουβεντούλες που μοιράζονται δυο άνθρωποι που μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, πόσο πολύ μου αρέσει το αναχρονιστικό σου άρωμα που έχει ποτίσει τα ρούχα και τα σεντόνια σου, ο τρόπος που αποστρέφεις το βλέμμα όταν βρίσκεσαι σε αμηχανία ή πως τα σπασμένα δάχτυλα του χεριού σου πρέπει να φιληθούν μ’ευλάβεια για να γιάνουν, όμως οι λέξεις σκαλώνουν στο λαρύγγι μου και αρνούνται πεισματικά να γλιστρήσουν προς τα έξω.
«Τη στιγμή που θα περάσω από την πόρτα σου, η καρδιά μου θα γίνει χίλια κομμάτια». Ξαφνιάζω ακόμη και τον εαυτό μου με την παρακλητική χροιά της φωνής μου, με το απόλυτο αυτής της δήλωσης.
Εσύ με κοιτάς αμήχανα.
«Είναι αργά. Ντύσου να σε πάω στο σταθμό», μου λες, αποφεύγοντας να με κοιτάξεις στα μάτια. Σ’ ακολουθώ υπάκουα αλλά θέλω να κλάψω, να κουλουριαστώ σε μια γωνία και να κλάψω, μέχρι που το ορμητικό ποτάμι των δακρύων μου να σου κλείσει όλους τους άλλους δρόμους και απαλό σα μέλι, να σε φέρει πίσω σε μένα.
Αλήθεια σου λέω. Τη στιγμή που θα περάσω από την πόρτα σου, η καρδιά μου θα γίνει χίλια κομμάτια.

Σ’ αυτό το όνειρο με λένε Λευκή, από το tabula rasa. Κολλάω το πρόσωπό μου στο δροσερό τζάμι και αφήνω την ανεπαίσθητη κίνηση του τρένου να με νανουρίσει, όσο ο ρυθμός να γίνει η πλημμυρίδα και η άμπωτη και ο μακρινός, καθησυχαστικός ψίθυρος της θάλασσας.

Μια εικόνα, η εικόνα σου, έρχεται από το πουθενά και σκεπάζει τα πάντα.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

Your love alone is not enough


You stole the sun straight from my heart
with no excuses, just fell apart.
No you won't make a mess of me
for you're as blind as a man can be.
I could have seen for miles and miles
I could have made you feel alive
I could have placed us in exile
I could have shown you how to cry