Ανοίγω τα μάτια μου σπασμωδικά, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι, να διώξω από τα βλέφαρά μου τα τελευταία ψήγματα ύπνου. Ψάχνω το σώμα σου κάτω από τα μπερδεμένα παπλώματα, γιατί αισθάνομαι πως αν δε νιώσω το χτύπο της καρδιάς σου, θα με καταπιούν πάλι τα σκοτεινά νερά και ο φόβος. Είμαι τόσο κουρασμένη, που αν με αφήσεις, δε θα βρω τη δύναμη να κουνήσω τα χέρια και τα πόδια μου, δε θα καταφέρω να κρατηθώ στην επιφάνεια. Ψηλαφώ το στέρνο σου και όταν νιώθω τον χτύπο της καρδιάς σου κάτω από τα δάχτυλά μου, ανασαίνω με ανακούφιση. Cursum perficio. Ο χτύπος της με νανουρίζει, σαν ένα μικρό, άπληστο παιδί. Και θέλω πάνω απ’ όλα να χωθώ στα όνειρά σου και να σου το πω για να το ξέρεις. Μυστήρια ρεύματα με έφεραν στην όχθη σου, σαν ένα έκθετο βρέφος μέσα σ’ ένα καλάθι πασαλειμμένο με πίσσα, και το ταξίδι μου ήταν μακρύ και κουραστικό, και τώρα έρχομαι από τα βάθη και είμαι τρομαγμένη από όλα αυτά που άφησα και περισσότερο από αυτά που τώρα βρίσκω, σου φέρνω θησαυρούς στα χείλη μου από τις πιο απομακρυσμένες θάλασσες, χρυσόδετα κοχύλια από τα αρχαία ναυάγια των Ατλάντων και πορφυρά κοράλλια από τη θάλασσα των Σαργάσσων, έρχομαι από τα σκοτάδια κατηφής και ανέστια και φορτωμένη δώρα, ένα τρομαγμένο παιδί που το ξέβρασε το νερό στην όχθη σου και θέλω – πρέπει- να μ’ αγαπήσεις.
Έτσι όπως καθόμαστε στο συνηθισμένο καναπέ ενός συνηθισμένου δωματίου και αγγιζόμαστε, την ώρα που μου χαϊδεύεις τα μαλλιά και εγώ θέλω να φιλήσω όσο τίποτα τις κλειδώσεις των δαχτύλων σου, είναι σα να σκίστηκε το πέπλο που τυλίγει τις νύχτες μου και να χύθηκαν, αθόρυβα και ήσυχα, τα θαύματα που διαφεντεύουν τα όνειρά μου και να πότισαν τις ίνες της πραγματικότητας.
Καθώς κλείνει πίσω μου η βαριά ξυλόγλυπτη πόρτα με έναν ανεπαίσθητο θόρυβο που διόλου δεν ταιριάζει με τον όγκο της, τα μάτια μου προσπαθούν να συνηθίσουν το πυκνό σκοτάδι. Δε βλέπω και δεν ακούω τίποτα, παρά μόνο μακρινά, υπόκωφα φτερουγίσματα και το σύρσιμο του φορέματος που μπερδεύεται στα πόδια μου. Με τα γυμνά μου πέλματα νιώθω τη σκόνη αιώνων που έχει κατακαθίσει στα πέτρινα σκαλιά που ελίσσονται προς το σκοτεινό κενό που ξέρω ότι περιμένει Εκείνη που τη θάλλει το σκοτάδι. Αψηφώντας το τρέμουλο στα γόνατα, ψηλαφώ τον τοίχο και πιο τυφλή απ’ τους τυφλούς, αρχίζω την αργή μου κάθοδο.
Συναντώ εφτά μεγαλόπρεπες πύλες, και οι φρουροί τους μου ζητάνε κάτι σε αντάλλαγμα για να με αφήσουν να περάσω. Μεθοδικά, πρώτα αλαφραίνω τον εαυτό μου από τα μεγαλόπρεπα κοσμήματα, για να αφήσω το βαρύ βελούδο να γλιστρήσει χωρίς ίχνος συστολής μπροστά στο φρουρό της τελευταίας. Καθώς αυτός με πιάνει από το μπράτσο για να με οδηγήσει, σκέφτομαι πόσο αστείο είναι να έχω γυμνωθεί μπροστά σε έναν άγνωστο άντρα χωρίς δεύτερη σκέψη. Το χαμόγελό μου όμως σβήνει, την ώρα που με σπρώχνει στην αίθουσα του θρόνου. Βαριά θυμιάματα πλημμυρίζουν το χώρο, που μοιάζει να πάλλεται κάτω από το φως λιγοστών κεριών. Δεν Τη βλέπω, γιατί όπως Της αρμόζει, ο θρόνος της είναι τυλιγμένος στα σκοτάδια. Αντ’ αυτού, οι θεραπαινίδες της γλιστράνε αθόρυβα στο πλάι μου και πριν καλά καλά το καταλάβω, βρίσκομαι ανάμεσά τους. Είναι εκτυφλωτικά όμορφες, αλλά οι κόγχες των ματιών τους είναι άδειες και τα στόματά τους ραμμένα, το άγγιγμά τους παγωμένο. Ένας αρχέγονος πανικός στροβιλίζεται από το πουθενά και στεγνώνει το σάλιο στο στόμα μου. Εκείνη, σηκώνεται αργά και πριν προλάβει να περάσει μια ανθρώπινη στιγμή, στέκεται μπροστά μου. Τα μάτια Της με συνεπαίρνουν-μαύρα, κατάμαυρα, σκαλισμένα στον έβενο της νύχτας.
Το χαμόγελό Της μου κόβει την ανάσα.
«Άνοιξε τα μάτια σου», μου ψιθυρίζει τρυφερά και πιάνοντας το πρόσωπό μου στα χέρια της, σκύβει για να με φιλήσει στο στόμα.
Το δωμάτιο γεμίζει με ψιθύρους-το κλάμα ενός νεογέννητου, το ανάλαφρο σύρσιμο γυμνών ποδιών στην ανοιξιάτικη χλόη, παιδικά γέλια, οι κραυγές δύο εραστών πριν τον οργασμό, ο επιθανάτιος ρόγχος ενός γέρου που παλεύει ν’ ανασάνει στο νεκρικό κρεβάτι. Το κεφάλι μου αρχίζει να γυρίζει και χάνω την ισορροπία μου και την ίδια στιγμή που απλώνω τα χέρια μου για να πιαστώ από κάπου, το σκοτάδι αποκτά μια έλλογη ύπαρξη και αρχίζει να τυλίγεται γύρω μου αδυσώπητα και απαλά, σαν ένα σάβανο από μαύρο βελούδο και χιλιάδες φωνές μου ψιθυρίζουν μυστικά σε πανάρχαιες γλώσσες που δεν έχω ξανακούσει, νιώθω στο σώμα μου αδηφάγα χέρια και αγγίγματα και χάδια και δεν έχω το χρόνο να σκεφτώ για να τρομάξω, γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή τα μάτια μου γεμίζουν χρυσόσκονη και είναι όλα εκεί, εικόνες που μαστιγώνουν ανελέητα τα μάτια μου, μεγαλόπρεπες εκρήξεις που συντελούνται μέσα στο σώμα και έχουν χρώμα πορφυρό και χρυσό, χαίνουσες φλέβες που ποτίζουν με αιμάτινες σπονδές το διψασμένο χώμα, ένα πελώριο φίδι που δαγκώνει την ουρά του, τα τυφλά μάτια του Οιδίποδα και τα αιματοβαμμένα χέρια της Αγαύης, το αυγό της Σελήνης και το μεγάλο αιδοίο της Ινάννα, τα ροζιασμένα χέρια μια γριάς και το ψοφίμι ενός σκύλου που σαπίζει κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, τα αλληλοσπαραζόμενα σώματα μιας γυμνής γυναίκας και ενός γυμνού άνδρα, ο ρυθμικός χτύπος της καρδιάς ενός αγέννητου βρέφους, και είναι όλα εκεί, και από κάπου μακριά ακούω μια φωνή που στην αρχή δεν είναι παρά ψίθυρος, και ξέρω πως είναι η δική της φωνή αλλά δεν μπορώ να την ακούσω γιατί γύρω της μαίνεται το πανδαιμόνιο των κραυγών και των στεναγμών, ξέρω όμως πως πρέπει να αφουγκραστώ και πρέπει ν’ ακούσω, αλλά η φωνή ξεμακραίνει και δεν είναι παρά ένας αδύναμος ψίθυρος, μια κοροϊδευτική ηχώ χωρίς αντίκρισμα και εγώ σωριάζομαι στα γόνατα και αρχίζω να κλαίω σιωπηλά, μέχρι που αισθάνομαι ν’ αδειάζω και να καθαρίζω, να με χάνω και να με βρίσκω από την αρχή, πιο ελαφριά και από τον αέρα...
Ανοίγω τα μάτια μου μόνη, χαμένη σ’ ένα τεράστιο κρεβάτι με ουρανό, την ώρα που οι πρώτες ακτίνες του ήλιου στριμώχνονται ενοχλητικές μέσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες. Φοράω βιαστικά μια μπλούζα σου που μαζεύω από το σωρό των ρούχων στο πάτωμα και κατεβαίνω με ξυπόλητα πόδια στον κάτω όροφο. Τα παράξενα ταξίδια της νύχτας είναι ακόμη νωπά στα χείλη μου και θέλω να μάθεις, θέλω να σου πω τα πάντα για τα λυτρωτικά μυστήρια που μου αποκαλύπτονται στα όνειρά μου την ώρα που εσύ κοιμάσαι στο πλάι μου με γαληνεμένα βλέφαρα και ήσυχη ανάσα, αντ’ αυτού όμως συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά πόσο αναλφάβητη είμαι στη γλώσσα των αισθημάτων.
Σκαρφαλώνω στον πάγκο της κουζίνας και σε παρακολουθώ την ώρα που ετοιμάζεις καφέ. Μοιάζεις αγχωμένος και οι κινήσεις σου είναι σπασμωδικές, γεμάτες μια δυσοίωνη ένταση που με μπερδεύει. Θέλω να σου πω όλα τα μικρά και τετριμμένα και αυτονόητα μέχρι ν’ αδειάσω και ν’ αλαφρώσω, μικρές ανόητες κουβεντούλες που μοιράζονται δυο άνθρωποι που μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, πόσο πολύ μου αρέσει το αναχρονιστικό σου άρωμα που έχει ποτίσει τα ρούχα και τα σεντόνια σου, ο τρόπος που αποστρέφεις το βλέμμα όταν βρίσκεσαι σε αμηχανία ή πως τα σπασμένα δάχτυλα του χεριού σου πρέπει να φιληθούν μ’ευλάβεια για να γιάνουν, όμως οι λέξεις σκαλώνουν στο λαρύγγι μου και αρνούνται πεισματικά να γλιστρήσουν προς τα έξω.
«Τη στιγμή που θα περάσω από την πόρτα σου, η καρδιά μου θα γίνει χίλια κομμάτια». Ξαφνιάζω ακόμη και τον εαυτό μου με την παρακλητική χροιά της φωνής μου, με το απόλυτο αυτής της δήλωσης.
Εσύ με κοιτάς αμήχανα.
«Είναι αργά. Ντύσου να σε πάω στο σταθμό», μου λες, αποφεύγοντας να με κοιτάξεις στα μάτια. Σ’ ακολουθώ υπάκουα αλλά θέλω να κλάψω, να κουλουριαστώ σε μια γωνία και να κλάψω, μέχρι που το ορμητικό ποτάμι των δακρύων μου να σου κλείσει όλους τους άλλους δρόμους και απαλό σα μέλι, να σε φέρει πίσω σε μένα.
Αλήθεια σου λέω. Τη στιγμή που θα περάσω από την πόρτα σου, η καρδιά μου θα γίνει χίλια κομμάτια.
Σ’ αυτό το όνειρο με λένε Λευκή, από το tabula rasa. Κολλάω το πρόσωπό μου στο δροσερό τζάμι και αφήνω την ανεπαίσθητη κίνηση του τρένου να με νανουρίσει, όσο ο ρυθμός να γίνει η πλημμυρίδα και η άμπωτη και ο μακρινός, καθησυχαστικός ψίθυρος της θάλασσας.
Μια εικόνα, η εικόνα σου, έρχεται από το πουθενά και σκεπάζει τα πάντα.