O φόβος είναι ύπουλος σύμβουλος. Σε γραπώνει γερά στα νύχια του και ακόμη και όταν εκλείψει η αιτία που τον προκαλεί, απομένεις να φοβάσαι τον ίδιο τον φόβο.
Στην αρχή, με έπιανε τρόμος στη σκέψη πως πρέπει να διασχίσω το δρόμο μπροστά στο σπίτι μου και να περάσω στο περίπτερο απέναντι. Τα πόδια μου άρχιζαν να τρέμουν ήδη την ώρα που κατέβαινα τις σκάλες, η καρδιά μου απειλούσε να σπάσει στο στήθος μου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γύρισα πίσω. Τις στιγμές που κατάφερνα να περάσω την εξώπορτα, έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορώ να κάνω είκοσι βήματα. Ότι εξακολουθώ να είμαι ικανή να βάλω το ένα πόδι μετά το άλλο.
Μετά, ήρθε η υπερφίαλη εκστρατεία στο super market της γειτονιάς μου. Βιώνοντας συναισθήματα που μπορώ να παρομοιώσω μόνο με το πρώτο βήμα του Armstrong στο φεγγάρι, δέχτηκα μια αδυσώπητη οπτική επίθεση από τα χρώματα και τα σχήματα στα ράφια. Κατέβαλλα υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πείσω τον εαυτό μου πως θα ήταν εξαιρετικά άκομψο να φρικάρω στο διάδρομο με τα δημητριακά και τις φρυγανιές, και έτσι κατατροπωμένη σύρθηκα πάλι πίσω στο κρεβάτι μου. Κάθε Βατερλώ αυτού του είδους με έκλεινε στο σπίτι, αρνούμενη κατηγορηματικά να ξαναδοκιμάσω, για να μη ζήσω πάλι την ταπείνωση της αποτυχίας.
Στο τέλος, ήρθαν οι εξορμήσεις με συνοδεία. Κόσμος με πηγαινοέφερνε από τον έναν προορισμό στον άλλο, με υπομονή και επιμονή. Όπως άλλοι έχουν προσωπικούς σοφέρ, εγώ είχα προσωπικούς περπατητές. Στην ιδέα να περπατήσω μόνη για πέντε ολόκληρα λεπτά, με έπιανε τυφλός, αδυσώπητος τρόμος. Την πρώτη φορά που το δοκίμασα μετά από μήνες, προσπάθησα να γεμίσω το κεφάλι μου με το μονότονο μάντρα «…είσαι καλά, είσαι καλά, είσαι καλά…», για να μην επιτρέψω στο μυαλό μου να κυριαρχηθεί από τον τρόμο. Κάθε βήμα και επανάληψη. Και όλη την ώρα, έσφιγγα στο χέρι μου το κινητό. Μήπως και χρειαστεί.
Στην αρχή, με έπιανε τρόμος στη σκέψη πως πρέπει να διασχίσω το δρόμο μπροστά στο σπίτι μου και να περάσω στο περίπτερο απέναντι. Τα πόδια μου άρχιζαν να τρέμουν ήδη την ώρα που κατέβαινα τις σκάλες, η καρδιά μου απειλούσε να σπάσει στο στήθος μου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γύρισα πίσω. Τις στιγμές που κατάφερνα να περάσω την εξώπορτα, έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορώ να κάνω είκοσι βήματα. Ότι εξακολουθώ να είμαι ικανή να βάλω το ένα πόδι μετά το άλλο.
Μετά, ήρθε η υπερφίαλη εκστρατεία στο super market της γειτονιάς μου. Βιώνοντας συναισθήματα που μπορώ να παρομοιώσω μόνο με το πρώτο βήμα του Armstrong στο φεγγάρι, δέχτηκα μια αδυσώπητη οπτική επίθεση από τα χρώματα και τα σχήματα στα ράφια. Κατέβαλλα υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πείσω τον εαυτό μου πως θα ήταν εξαιρετικά άκομψο να φρικάρω στο διάδρομο με τα δημητριακά και τις φρυγανιές, και έτσι κατατροπωμένη σύρθηκα πάλι πίσω στο κρεβάτι μου. Κάθε Βατερλώ αυτού του είδους με έκλεινε στο σπίτι, αρνούμενη κατηγορηματικά να ξαναδοκιμάσω, για να μη ζήσω πάλι την ταπείνωση της αποτυχίας.
Στο τέλος, ήρθαν οι εξορμήσεις με συνοδεία. Κόσμος με πηγαινοέφερνε από τον έναν προορισμό στον άλλο, με υπομονή και επιμονή. Όπως άλλοι έχουν προσωπικούς σοφέρ, εγώ είχα προσωπικούς περπατητές. Στην ιδέα να περπατήσω μόνη για πέντε ολόκληρα λεπτά, με έπιανε τυφλός, αδυσώπητος τρόμος. Την πρώτη φορά που το δοκίμασα μετά από μήνες, προσπάθησα να γεμίσω το κεφάλι μου με το μονότονο μάντρα «…είσαι καλά, είσαι καλά, είσαι καλά…», για να μην επιτρέψω στο μυαλό μου να κυριαρχηθεί από τον τρόμο. Κάθε βήμα και επανάληψη. Και όλη την ώρα, έσφιγγα στο χέρι μου το κινητό. Μήπως και χρειαστεί.
Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έβαζα σημάδια στους διαδρόμους του νοσοκομείου και πρόσταζα τον εαυτό μου να καταφέρει να περπατήσει μέχρι την επόμενη γωνία. Την επόμενη αφίσα. Το επόμενο παράθυρο. Στα μέσα της διαδρομής με πρόδιδαν τα γόνατα-σερνόμουν πάλι πίσω στο κρεβάτι μου, ηττημένη, τρομοκρατημένη, απελπισμένη.
Είναι σα να έχουν περάσει αιώνες από τότε. Μια στις τόσες όμως, χωρίς καμία απολύτως προειδοποίηση, ο ίδιος φόβος έρχεται από κάπου βαθειά και με παραλύει. Σα να διαθλώνται για λίγο όλα μέσα από το ίδιο θολό πέπλο, σα να γίνονται τα πόδια μου από λάστιχο και μια μυστηριακή δύναμη να με τραβάει προς τα κάτω. Συνήθως συμβαίνει στη μέση του δρόμου και γι’ αυτό πανικοβάλλομαι. Με παγώνει ο ίδιος, αδυσώπητος πανικός. Καμιά φορά, το να υπάρχεις απαιτεί τόση προσπάθεια. Τουλάχιστον, δε μιλάω πια στον εαυτό μου για να τον καθησυχάσω και έχω καταφέρει να μπορώ να περπατάω χωρίς να το σκέφτομαι.
Φαντάζομαι πως τη μέρα που θα πάψω να σφίγγω σπασμωδικά το κινητό μου στην τσέπη του μπουφάν, θα πω πως έχουν περάσει όλα.
Είναι σα να έχουν περάσει αιώνες από τότε. Μια στις τόσες όμως, χωρίς καμία απολύτως προειδοποίηση, ο ίδιος φόβος έρχεται από κάπου βαθειά και με παραλύει. Σα να διαθλώνται για λίγο όλα μέσα από το ίδιο θολό πέπλο, σα να γίνονται τα πόδια μου από λάστιχο και μια μυστηριακή δύναμη να με τραβάει προς τα κάτω. Συνήθως συμβαίνει στη μέση του δρόμου και γι’ αυτό πανικοβάλλομαι. Με παγώνει ο ίδιος, αδυσώπητος πανικός. Καμιά φορά, το να υπάρχεις απαιτεί τόση προσπάθεια. Τουλάχιστον, δε μιλάω πια στον εαυτό μου για να τον καθησυχάσω και έχω καταφέρει να μπορώ να περπατάω χωρίς να το σκέφτομαι.
Φαντάζομαι πως τη μέρα που θα πάψω να σφίγγω σπασμωδικά το κινητό μου στην τσέπη του μπουφάν, θα πω πως έχουν περάσει όλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου