Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007

Περσείδες


Ξύπνησα απότομα, σ’ένα πέτρινο σπίτι δίπλα στα ερείπια του κάστρου. Η ώρα ήταν περασμένη. Γλίστρησα αθόρυβα από την αγκαλιά του και βγήκα στη βεράντα, αναπνέοντας άπληστα τον δροσερό νυχτερινό αέρα. Ξύπνησε μερικές στιγμές αργότερα και το ίδιο αθόρυβα, ήρθε και με αγκάλιασε. Αισθάνθηκα μια κάποια ανακούφιση με τα χέρια του γύρω μου. Πάντα στηριζόμουν στην καλοσύνη των ξένων.

Στο κλαμπ έψαχνα να τον βρω κάτω από τα φώτα που στροβιλίζονταν σαν αφηνιασμένες πυγολαμπίδες. Τον βρήκα αρκετά αργότερα, με κείνο το απορημένο βλέμμα που δεν πρόλαβα να εξηγήσω. Με έψαχνε και κείνος. Το πουκάμισό του είχα μια οικεία, μαλακή υφή, έτσι όπως το χέρι μου ταξίδευε στην πλάτη του.

Ήταν λίγο βαρύς, ώρες-ώρες αμίλητος. Αργότερα σχεδόν τον ξέχασα, χωρίς ενοχή. Είχα σκαρφαλώσει σε ένα πεζούλι και χόρευα, και ας μου παρέλυε η ευτυχία τα πόδια. Είμαι εδώ, ζωντανή και χοροπηδάω σαν κατσίκι, οι ενδορφίνες μου τινάζουν το μυαλό στον αέρα και είμαι εδώ, εδώ, εδώ, στην άκρη του πουθενά κάτω από τον ουρανό που βρέχει αστέρια.

Λούφαξα στην αγκαλιά του, την ώρα που τα αστέρια ξηλώνονταν από τον ουρανό και έπεφταν στα μαλλιά μου ένα-ένα. Με ρώτησε τι θα γινόταν αν ερχόταν το επόμενο βράδυ και ανακαλύπταμε πως δεν είχε μείνει κανένα.

Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους. Δεν είναι το σκοτάδι που με τρομάζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: