Αυτό εδώ είναι για σένα. Για σένα που νομίζεις πως άλλαξα.
Την τελευταία φορά που σε είδα, μου είπες πως σου φαίνεται σουρεαλιστικό το πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο. Λίγο πιο πριν, είχες εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια διεκδίκησης ή σωτηρίας αυτού που συνέβαινε μεταξύ μας. Με απογοήτευσες και με πλήγωσες μαζί. Δεν ξέρω αν δε διεκδικείς επειδή δεν ξέρεις πως να το κάνεις ή αισθάνεσαι υπεράνω ή ίσως να μη θες να διεκδικήσεις και καθόλου. Άλλωστε έχεις τις πολύπλοκες εκλογικεύσεις σου. Από την άλλη όμως κατάλαβέ με, δεν είναι δυνατόν να σου προσφέρω κάτι που πιστεύεις πως δεν είναι άξιο διεκδίκησης.
Μου λες συνέχεια πως έχεις τρομοκρατηθεί από την αλλαγή μου, αλλά αν κάνεις τον κόπο να με ακούσεις, θα δεις πως είμαι ακριβώς η ίδια. Εκείνο που δεν καταλαβαίνεις, είναι πως τον τελευταίο καιρό αναμετρήθηκα με τη μοναξιά και έχασα. Αναμετρήθηκα με το φόβο και εκεί κατατροπώθηκα. Σε είχα ανάγκη δίπλα μου, υπήρξαμε άραγε ποτέ φίλοι? Δε σε ήθελα δίπλα μου τα βράδια που έκλαιγα στο νοσοκομείο, δεν ήθελα να χαλάσεις την εξωραϊσμένη εικόνα που έχεις για μένα. Πάντα ήμουν δυνατή και ψύχραιμη, πάντα φρόντιζα εγώ τους άλλους. Σε ήθελα δίπλα μου να νιώσεις περήφανος όταν μετά από τρεις μήνες, κατάφερα να πάω στο περίπτερο χωρίς να με κρατάει κανείς από το μπράτσο. Όπως ένιωθα περήφανη κι εγώ. Και συ μου έλεγες για μακρινά ταξίδια και για το πώς σε πληγώνει η δική μου απόρριψη. Τότε δεν είχα δυνάμεις να σκεφτώ, να σηκώσω το πέπλο που με χώριζε από την πραγματικότητα. Δεν είχα τη δύναμη να σκεφτώ, όταν όλα ήταν ένας άθλος, τις μέρες που δε μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου ή να κρατήσω το κεφάλι μου όρθιο. Μου πες πως η στάση μου σου έκανε κακό, για άλλη μια φορά τα πάντα έπρεπε να αναχθούν σε σένα. Φαντάσου τι μου έκανε η δική σου. Νόμισες πως σε απορρίπτω και μου εκλογίκευες το πώς έπρεπε να μαζέψω τα πράγματά μου και να έρθω σε σένα. Τότε τίποτα δε γινόταν εσκεμμένα και ο κόσμος δε γύριζε γύρω σου, δεν υπήρχαν κρυφές ατζέντες. Είχα την απαίτηση να είσαι δίπλα μου, μήπως ξεγελάσω λίγο τον πανικό. Ήμουν αδυσώπητη, γιατί ήμουν τρομοκρατημένη. Και συ ακόμη και σήμερα, δεν έχεις την παραμικρή ιδέα. Γιατί? Γιατί δεν ήσουν εδώ να δεις.
Θα γελάσεις με αυτό που θα σου πω. Όταν μ’ αγκαλιάζει ένας άντρας που αγαπώ λίγο πριν τον ύπνο, αισθάνομαι αθάνατη. Μόνο τότε. Αισθάνομαι πως δε θα πεθάνω ποτέ από τη μια και από την άλλη, όταν ένας άντρας που αγαπώ με κρατάει στην αγκαλιά του, δε με νοιάζει κιόλας. Είναι για μένα η στιγμή της υπέρτατης ασφάλειας, της απόλυτης αδιαφορίας. Η μικρή, αυτιστική μου νίκη πάνω στη φθορά και όλα όσα με τρομάζουν.
Το ξέρεις ελπίζω πως το σεξ είναι υπερτιμημένο, η φιλία πάλι δε θα μπορούσε να είναι ποτέ.
Δεν έχω αλλάξει, απλά ένα κομμάτι μου είχε λουφάξει όλα αυτά τα χρόνια. Το κομμάτι που ερωτεύεται και αγαπά με πάθος, που δε μασάει τα λόγια του, που δε φοβάται να εκτεθεί. Το κομμάτι που ζηλεύει παράφορα και δε θέλει να μοιράζεται. Το κομμάτι που ονειρεύεται. Το καλύτερο κομμάτι μου.
Δεν έχω αλλάξει.
Είμαι αυτή που σε κρατούσε στην αγκαλιά της αμέτρητα βράδια.
Αυτή που σου ετοίμαζε καφέ, λίγο πριν φύγεις για δουλειά.
Αυτή που έτρεχε να σου βρει φάρμακα όταν ήσουν κρυωμένος.
Αυτή που σου αγόρασε στα κρυφά εκείνο το κασκόλ που σου άρεσε.
Αυτή που ήταν περήφανη για σένα, κάθε φορά που έκλεινες μια καινούργια δουλειά.
Αυτή που σε άκουγε κάθε φορά που έψαχνες κάποιον να μιλήσεις.
Αυτή που σε αγκάλιασε σε δεκάδες αεροδρόμια, σταθμούς τρένων και λεωφορείων.
Αυτή που σου είχε δώσει τον εαυτό της, ψυχή τε και σώματι.
Εγώ.
Υ.Γ. Αυτό το καλοκαίρι ήταν αδυσώπητο. Κοιτάω τα μαυρισμένα πόδια μου και στενοχωριέμαι που δεν είσαι εδώ να τα δεις και συ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου