Στις παρυφές του ονείρου, ένα θολό πρόσωπο σκύβει πάνω μου, ανασαίνει. Ποιος είσαι? Πούθε έρχεσαι? Δείξε μου το πρόσωπό σου αν τολμάς...
Έχει πανσέληνο σήμερα και λέω να πάρω τους δρόμους και όπου βγει. Γλύφω μια σταγόνα απ’ το δάχτυλο και βγαίνω έξω.
Έχει πανσέληνο σήμερα και λέω να πάρω τους δρόμους και όπου βγει. Γλύφω μια σταγόνα απ’ το δάχτυλο και βγαίνω έξω.
Για άλλη μια φορά, ο μίτος της Σελήνης με οδηγεί αλάνθαστα στην πόρτα του.
Τον παρακολουθώ ήσυχα όση ώρα κοιμάται, με το ίδιο δέος που αισθάνθηκα μήνες πριν, την πρώτη νύχτα που μοιράστηκα το κρεβάτι του. Το Αυγουστιάτικο φεγγάρι που γλιστράει απ’ το ορθάνοιχτο παράθυρο λούζει το γυμνό του σώμα και άθελά μου, κρατάω την ανάσα μου. Η ομορφιά του μου γεμίζει δάκρυα ευγνωμοσύνης τα μάτια. Ασύλληπτα όμορφος, ποτέ δικός μου, γαλήνιος μόνο την ώρα που κοιμάται. Όπως το βλέμμα μου ταξιδεύει απ’ άκρη σε άκρη του θαύματος, σκέφτομαι πως δεν τον αγαπώ πια, αλλά αγαπώ το σώμα του και μάλλον θα το αγαπώ για πάντα. Αγαπώ κάθε καμπύλη αυτού του σώματος, κάθε μυ, κάθε εκατοστό του δέρματος που λάμπει εκτυφλωτικά μέσα στο σκοτάδι. Αγαπώ τον επαρμένο τρόπο που κοιμάται, σαν φιλάρεσκο λιοντάρι ακόμη και στον ύπνο του. Αγαπώ την καμπύλη του λαιμού, εκεί που πάλλει η φλέβα, τα κτητικά του χέρια γύρω μου, την αψιά μυρωδιά του που αναπνέω με απληστία. Aγαπώ τον μικρό, αυτιστικό παράδεισο που έχει τη διάμετρο της αγκαλιάς του.
Δεν τον αγαπώ πια, αλλά θα μπορούσα να τον λατρέψω σαν έναν μοχθηρό, πανάρχαιο θεό, από αυτούς που απαιτούν θυσίες και οι πιστοί λατρεύουν τρέμοντας, πεσμένοι στα γόνατα. Γι’ αυτό και όταν κλείνω την πόρτα πίσω μου και με καταπίνει το σκοτάδι, γουργουρίζω σαν την καλοταϊσμένη γάτα. Οι δρόμοι είναι άδειοι και εγώ επιταχύνω το βήμα μου, για να βρεθώ γρήγορα στο κρεβάτι και να ονειρευτώ τον άντρα που με σώζει από τον δράκο.
Μήνες μακριά, στέκομαι στη μέση μιας αχανούς πλατείας και ξεδιπλώνω στο μυαλό μου πολύπλοκα σχέδια που με οδηγούν χωρίς περιθώριο απόκλισης σε ένα και μόνο προφανές συμπέρασμα. Όλη αυτή η πόλη είναι ένα τεράστιο αρχιτεκτονικό λάθος. Οι μιναρέδες είναι λάθος. Τα κύματα που σκάνε με μανία στην προβλήτα είναι λάθος. Ακόμη και τα πολύχρωμα λουλούδια στους κήπους ανοιχτόχρωμων σπιτιών που εκτείνονται κατά μήκος λευκών λεωφόρων, είναι λάθος. Ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα και όλα είναι λάθος, γιατί είμαι μόνη μου και δεν είσαι εδώ μαζί μου.
Καθισμένες σε ένα κύκλο, όλο πολύχρωμες κελεμπίες και γυαλιστερά μαύρα μαλλιά κάτω από πολύχρωμες μαντίλες, οι γυναίκες μιλάνε μεταξύ τους, χαχανίζουν, αγγίζονται. Κάθομαι σταυροπόδι και τρώω μαζί τους, χειρονομούν και με παρακινούν να βουτήξω τα δάχτυλά μου στην πήλινη γαβάθα που έχουν ακουμπήσει στη μέση του κύκλου, μιλάνε φωναχτά σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. H μεταλλική γεύση στο στόμα μου ξεγελιέται για λίγο, μέχρι να τρίξω πάλι τα δόντια και να ποτίσει τα πάντα.
Ο αέρας είναι βαρύς, αποπνικτικός, όση ώρα το ζεστό απόγευμα κυλάει αργά προς τη νύχτα. Το μυαλό μου έχει θολώσει. Σε μια γωνιά, ένα μαγκάλι γεμάτο άμμο αναβλύζει χιλιάδες αρώματα. Χαχανίζοντας, οι γυναίκες σηκώνουν τα καφτάνια τους, αρωματίζουν τα γυμνά τους απόκρυφα με το φτηνό λιβάνι που θυμιατίζει στο μαγκάλι. Γελούν, πειράζουν η μία την άλλη. Μ’ ένα λεπτό πινέλο ζωγραφίζουν στο εσωτερικό των μηρών τους και στα βαριά τους στήθη πρόστυχες φράσεις με χέννα.
Γεμάτες φιλήδονες νυχτερινές υποσχέσεις, οι γυναίκες γελούν, αγγίζονται, σκορπάνε εβένινους χείμαρρους στους γυμνούς τους ώμους. Πως συλλαβίζει κανείς τη λέξη απουσία?
Γεμάτες φιλήδονες νυχτερινές υποσχέσεις, οι γυναίκες γελούν, αγγίζονται, σκορπάνε εβένινους χείμαρρους στους γυμνούς τους ώμους. Πως συλλαβίζει κανείς τη λέξη απουσία?
Και αυτό το βράδυ, όπως και τα άλλα δυο πιο πριν, με ξυπνά η φωνή του μουεζίνη πριν χαράξει. Ο άνεμος φυσάει παγωμένος από την έρημο, φέρνοντας μαζί του ξένα, ανεξιχνίαστα αρώματα, μια υποψία καμένο μπαχάρι και άρρωστη σκόνη των δρόμων. Τρέμοντας από το κρύο, κοιτάζω απ’ το στενό παράθυρο την πόλη που κοιμάται. Αλήθεια, πως συλλαβίζει κανείς τη λέξη απουσία? Το πρωί με ξυπνά ο υπάλληλος της ρεσεψιόν, χτυπώντας με τις γροθιές του την πόρτα μου. Άπρεπη και αναιδέστατη στα μάτια του, χύνομαι στο διάδρομο φορώντας μόνο τις πυτζάμες μου και σηκώνω το τηλέφωνο που κουδουνίζει. Σε μια παράλληλη ζωή, φαντάζομαι έναν άντρα να περπατά αργά στους διαδρόμους ενός νοσοκομείου για να φτάσει στο τηλέφωνο και ο πόνος του με παγώνει περισσότερο και από τον κρύο αέρα που φυσάει από την έρημο. Λέξεις στριμώχνονται στο στόμα μου, λέξεις που θα τον λατρέψουν και θα τον κανακέψουν, αγάπη μου, ψυχή μου, μάτια μου, αλλά σκοντάφτουν στη μεγάλη απόσταση που έχουν να διανύσουν, πνίγονται στο στατικό που συνδέει δύο κόσμους στους οποίους η απόσταση είναι το μικρότερο πρόβλημα απ’ ‘ολα. Μια κουρασμένη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής με ρωτάει αν είμαι καλά, τι όνειρο είδα. Τώρα είμαι, του απαντώ και ξαφνικά όλα έχουν πάλι νόημα και η θλίψη μου γίνεται τόσο ανάλαφρη, που σχεδόν παύει να υπάρχει.
Τον ονειρεύτηκα πάλι χτες το βράδυ. Τον άντρα που με σώζει από τον δράκο. Ξοδεμένος μέσα στην κοιλιά μου, ο άντρας ανασαίνει βαριά, η ανάσα του δράκου μου καίει το μάγουλο...Ο άντρας που με σώζει από τον δράκο...Διατρέχω με τα δάχτυλα το περίγραμμα του προσώπου του, έτσι όπως σκύβει πάνω μου και με σκεπάζει, αλλά το πρόσωπό του είναι θολό και δεν μπορώ παρά να αισθανθώ την αδυσώπητη ζέστη που λύνει τα πόδια και τα χέρια μου, τη χαύνωση που σβήνει κάθε σκέψη απ’ το μυαλό μου...Και όλο αυτό το αίμα, προς τα που κοχλάζει, τι τραγουδάει? Ο ρυθμός του με υπνωτίζει, τόση ζέστη που γίνεται αφόρητη...στ΄ αυτιά μου φτάνει μακρινή η οχλαγωγή και μυρίζω φωτιά και θειάφι, αλλά όλα είναι τόσο μακρινά και κάπου βαθιά μέσα μου σκιρτά ο φόβος. Τρίζω τα δόντια και στα όνειρά μου...? Νομίζω πως ο άντρας σκότωσε τον δράκο, αλλά...αλλά η ζέστη του καθώς σκύβει πάνω μου με καταπίνει και το μυαλό μου παραδίνεται άνευ όρων και κυλάει προς την απόλυτη ανυπαρξία καθώς με εγκλωβίζει στην αγκαλιά του και αρχίζει σιγά- σιγά να κινείται μέσα μου.
Έχω πάρει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή που με τρομάζει. Είναι μια θεά που μ’ επισκέπτονταν τα βράδια με πανσέληνο και μου ψιθύριζε, αλλά εγώ δεν θέλω πια να ακούσω ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Γι’ αυτό τις νύχτες που το αίμα τραγουδάει στις φλέβες, κλείνω τ’ αφτιά μου και ακούω τη μουσική της ανάσας του άντρα που κοιμάται δίπλα μου. Με θέλγει ο ήρεμος, σταθερός ρυθμός της. Και συνειδητοποιώ πως είμαι πλήρης ταξιδιών και θαυμάτων, κουράστηκα να αναλώνω τις ώρες μου σε αεροδρόμια, σταθμούς, λεωφορεία και τρένα, οι δρόμοι μου προκαλούν αποστροφή γιατί με κρατάνε μακριά του, τα χείλη μου επαναστατούν στη γεύση του αραιού καφέ σε πλαστικό κυπελλάκι, μισοκοιμάμαι στην άβολη καρέκλα περιμένοντας το αεροπλάνο και όλα είναι λάθος, λάθος, γιατί δεν έχω τον ώμο του να ακουμπήσω το κεφάλι μου, αλλά ούτε και τη δύναμη να αντιμετωπίσω τον κόσμο μόνη μου αν δεν έχω το χέρι του στο δικό μου.
Είμαι στο σπίτι μου, στο σημείο αρχής, terra firma. Με το πρόσωπό μου θαμμένο εκεί που τα μαλλιά συναντούν τον αυχένα, το σημείο που τέμνονται τα θαύματα, ανασαίνω το αγαπημένο άρωμα και το βάρος όλου του κόσμου πέφτει από τους ώμους μου με αυτή την ανάσα.
Ο άντρας δίπλα μου αναδεύεται και καθώς το πουκάμισο γλιστρά από τους ώμους του, αποκαλύπτει φευγαλέα μια εικόνα από σινική μελάνη στην πλάτη του, έναν τεράστιο δράκο που ανοίγει απειλητικά τα μαύρα, πελώρια φτερά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου