Ξανά. Ακουμπούσε με ανοιχτές παλάμες το ιδρωμένο τζάμι και χασκογελούσε με την προβλεψιμότητα, τα δέντρα που ταράζονταν βίαια κάτω απ’ τον σκοτεινό ουρανό, τη βροχή που μαστίγωνε αλύπητα το τζάμι. Ξανά και ξανά, χαμογελούσε γιατί είχε ξεχάσει. Όλα ήταν τόσο φυσικά και απαραίτητα, το ψιλόβροχο, η καταιγίδα, το κινέζικο σε πλαστικά κουτιά delivery, η αίσθηση των χεριών του, η αχνιστή κούπα Earl Grey που ζέσταινε τα χέρια της.
Την προηγούμενη μέρα την είχε προλάβει η βροχή καθώς ανέβαινε τη High Street. Με τα χέρια στις τσέπες χώθηκε βιαστικά στην πρώτη pub που βρήκε μπροστά της και παρήγγειλε έναν ζεστό καφέ. Όπως πάντα, είχε την ίδια απαράδεκτη, λατρεμένη γεύση. Απολαμβάνοντας τη μουντάδα, βάλθηκε να χαζεύει τον κόσμο, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Λίγο πριν κλείσουν τα καταστήματα, πρόλαβε και αγόρασε εκείνο το κασκόλ που του άρεσε τόσο πολύ, γαλάζιο και καφέ, που θα πήγαινε με το καινούργιο του σακάκι. Το τακτοποίησε προσεκτικά σε ένα μπλε μεταλιζέ κουτί δώρου. Χαμογέλασε ξανά γιατί ήξερε πως θα τη θυμόταν κάθε φορά που θα το φορούσε.
Ξανά. Μετά το super market, έτρεξε ως το διαμέρισμα στο ψιλόβροχο με τις σακούλες στα χέρια και άναψε βιαστικά τη σόμπα. Όταν ήρθε, την αγκάλιασε τρυφερά και τη φίλησε πεταχτά στο στόμα. Όση ώρα έκανε μπάνιο, του έφτιαξε έναν καφέ. Μετά, κούρνιασε στην αγκαλιά του στον καναπέ και όση ώρα έβλεπαν τηλεόραση και του χάιδευε τα μαλλιά, αναλογιζόταν την απλή μεγαλοφυία της ευτυχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου