Η αλήθεια είναι πως δεν είχε αλλάξει και καθόλου, ούτε στο παρουσιαστικό του, αλλά ούτε και στον τρόπο που φερόταν. Ίσως μόνο το βλέμμα του να έπαιζε λιγάκι περισσότερο, τη μια στιγμή ζεστό και παιχνιδιάρικο και την αμέσως επόμενη, μια κρύα γυάλινη επιφάνεια. Έκανε μια χαριτωμένη, κατά τη γνώμη του, μανούρα στην πιτσιρίκα που σέρβιρε τα ποτά όλο σκέρτζο και νάζι μέσα στο μικροσκοπικό λουλουδάτο φορεματάκι της και κείνη κύρτωσε την πλάτη και έβγαλε νυχάκια σαν τη γάτα που δέχεται επίθεση.
Σταύρωσε τα πόδια της αμήχανα στο πέτρινο πεζούλι που είχε σκαρφαλώσει ρουφώντας ήσυχα το ποτό της. Της έριχνε που και που κλεφτές ματιές και σκέφτηκε πως ήταν σα να μη πέρασε μια μέρα, σα να είχαν εγκλωβιστεί και οι δύο σε ένα αέναο καλοκαίρι που τα έκανε όλα ανάλαφρα και συνεπώς ίσως και πιο πιθανά.
Σταύρωσε τα πόδια της αμήχανα στο πέτρινο πεζούλι που είχε σκαρφαλώσει ρουφώντας ήσυχα το ποτό της. Της έριχνε που και που κλεφτές ματιές και σκέφτηκε πως ήταν σα να μη πέρασε μια μέρα, σα να είχαν εγκλωβιστεί και οι δύο σε ένα αέναο καλοκαίρι που τα έκανε όλα ανάλαφρα και συνεπώς ίσως και πιο πιθανά.
Είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή της να σκεφτεί τις μυστηριώδεις δυνάμεις που ξεδιαλέγουν μερικούς ανθρώπους και τους σπρώχνουν τον έναν προς τον άλλο. Δεν το έκανε όμως, γιατί ο ήλιος που φώτιζε εκτυφλωτικά τη μικρή παραλία είχε βουτήξει το μυαλό της σε μια αποχαυνωτική, ηδονική νωθρότητα.
To επόμενο βράδυ τους βρήκε να μοιράζονται την ίδια πετσέτα. Κατά τη διάρκεια της μέρας του φερόταν με μια ανάλαφρη αδιαφορία και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως τα υπερβολικά του σχόλια δε την έφερναν σε δύσκολη θέση. Προσπάθησε να τη φιλήσει επανειλημμένα, αλλά εκείνη γλιστρούσε από τα χέρια του σαν το χέλι. Η μέρα κυλούσε αργά προς την αναπόφευκτή της κατάληξη. Δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να μείνει ή να της αδειάσει τη γωνιά, να την αφήσει στην ησυχία της.
Ήταν ξαπλωμένοι ανάσκελα, με τα σώματά τους να ακουμπούν το ένα το άλλο και παρατηρούσαν τα αστέρια. Δεν κατάλαβε γιατί άρχισε να της μιλάει με αυτή την ανατριχιαστική ειλικρίνεια, με αυτόν τον σπαραγμό που τη βάφτισε με τη μία δικό του άνθρωπο. Πολύ περισσότερο δεν κατάλαβε γιατί αφέθηκε και άρχισε να κάνει το ίδιο. Της μίλησε για τον εαυτό του, όση ώρα έπαιζε με τα μαλλιά της. Η νύχτα ήταν περίεργη και κείνη σχεδόν θέλησε να βάλει τα κλάματα. Τον άκουγε να της μιλάει όση ώρα το χέρι του ταξίδευε ανάλαφρα στο δέρμα της, το άγγιγμα ενός φίλου και ενός ξένου.
Ψαχούλεψαν άγαρμπα ο ένας τον άλλο, περισσότερο γιατί αυτό ήταν το αναμενόμενο και όχι γιατί πραγματικά το ήθελαν.
Αν ήμουν μικρότερη, θα έκλαιγα, του είπε. Για όλα αυτά. Για την απουσία συναισθήματος. Για το σεξ που είναι πιο εύκολο από το άγγιγμα. Ή την κουβέντα. Μετά, γλίστρησαν και οι δύο γυμνοί στη ζεστή θάλασσα και αισθάνθηκε την απόλυτη ηρεμία, όπως το σκοτεινό νερό έκλεινε πάνω από το κεφάλι της.
Το πρωί την άφησε άρον άρον για να πάει στο σπίτι του και να πάρει τα χάπια του. Του είπε πως θα μπορούσε να πάρει από τα δικά της. Έβαλαν και οι δύο τα γέλια για ώρα πολλή, τόσο πολύ που την πόνεσε το στομάχι.
Τον ξαναείδε δύο μέρες αργότερα. Καθόταν στην μικρή βεράντα ενός μικροσκοπικού καφέ και τον παρακολουθούσε να τρώει με λαιμαργία μια πάστα σοκολάτα. Φαινόταν τελείως αποσυντονισμένος, δυσκολευόταν να εστιάσει στην κουβέντα που είχε μαζί της. Τον ρώτησε που εξαφανίστηκε και πετάχτηκε ενοχλημένος, μουρμουρίζοντας πως δεν θα της έδινε και λογαριασμό. Τον κοίταξε εκνευρισμένη, αν και ήξερε πως η παρουσία της του προκαλούσε ανακούφιση. Φυσικά και όχι.
Όπως το έβλεπε, θα μπορούσα να σκύψει με ενδιαφέρον πάνω του και να διαλύσει το κεφάλι της ξανά και ξανά στον τοίχο, ή να το βάλει στα πόδια, κάτι σε στυλ ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Για πρώτη φορά, δεν υπήρξε κανένα δίλημμα. Γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται με γρήγορα βήματα.